Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟς
1 item total
εκσυγχρονισμός ο [eksiŋxronizmós] Ο17 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του εκσυγχρονίζω· μεταρρύθμιση και προσαρμογή σε νέες και σύγχρονες συνθήκες, απαιτήσεις, απόψεις κτλ.: Ο ~ του κράτους / της νομοθεσίας / της δημόσιας διοίκησης. Ο ~ των σχέσεων / της πολιτικής ζωής. Ο ~ της οικονομίας / της γεωργικής παραγωγής. Οικονομικός / κοινωνικός ~. Προσπάθειες / προγράμματα / μέτρα / προτάσεις εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης.

[λόγ. εκσυγχρονισ- (εκσυγχρονίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go