Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκύκλιος -ος / -α -ο [engíklios] Ε15 : (λόγ.) που έχει σχέση με τη γενική μόρφωση: ~ παιδεία. Εγκύκλιες σπουδές, που έχουν για αντικείμενό τους το σύνολο (ή τον κύκλο) των γνώσεων που πρέπει να κατέχει κάποιος για να μπορέσει να ασχοληθεί με έναν ειδικότερο γνωστικό τομέα· (πρβ. γενική παιδεία, βασική εκπαίδευση, βασικές σπουδές).
[λόγ. < ελνστ. ἐγκύκλιος (παιδεία), αρχ. σημ.: `στρογγυλός΄]