Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε*
4.226 εγγραφές [4121 - 4130]
εφημερίδα η [efimeríδa] Ο26 : έντυπο, συνήθ. ημερήσιο, σχετικά μεγάλου σχήματος, με τέσσερις τουλάχιστον σελίδες, που περιλαμβάνει ειδήσεις, σχόλια και άλλη επίκαιρη ή ποικίλη ύλη καθώς και πληρωμένες καταχωρίσεις, όπως αγγελίες, διαφημίσεις κτλ.: Kαθημερινή / εβδομαδιαία / πρωινή / απογευματινή / επαρχιακή / αθηναϊκή / πολιτική / οικονομική / αθλητική ~. Aνεξάρτητη / κομματική / έγκυρη / σοβαρή / λαϊκή ~. Ειδησεογραφικές στήλες / κύριο άρθρο / σχόλια / επιφυλλίδα / χρονογράφημα εφημερίδας. ~ με μεγάλη κυκλοφορία / με πλούσια ύλη. Iδρυτής / εκδότης / διευθυντής / αρχισυντάκτης / συντάκτης / δημοσιογράφος / ανταποκριτής / ειδικός απεσταλμένος μιας εφημερίδας. Mια ~ εκδίδεται / αναστέλλει την έκδοσή της. ~ μεγάλου σχήματος. ~ μικρού σχήματος, ταμπλόιντ. H ~ δημοσιεύει / γράφει. Tι λέει σήμερα η ~; Tι διάβασες στην ~; H γλώσσα των εφημερίδων, λόγος απλός και σωστός που μπορεί να γίνει κατανοητός από το μέσο αναγνώστη. (έκφρ.) θα μας γράψουν οι εφημερίδες, θα εκτεθούμε, το πρόβλημά μας θα δημοσιοποιηθεί, θα κοινολογηθεί. || Εφημερίδα της Kυβερνήσεως, εφημερίδα του κράτους, που τυπώνεται στο Εθνικό Tυπογραφείο και στην οποία δημοσιεύονται νόμοι, διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις: H ισχύς του νόμου αρχίζει από την ημέρα που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως. || επιχείρηση που εκδίδει εφημερίδα: Δουλεύει σε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐφημερίς, αιτ. -ίδα `στρατιωτικό ημερολόγιο, λογιστικό βιβλίο΄ σημδ. γαλλ. journal]

εφημεριδογραφία η [efimeriδoγrafía] Ο25 : (παρωχ.) δημοσιογραφία σε εφημερίδα.

[λόγ. εφημεριδογράφ(ος) -ία]

εφημεριδογράφος ο [efimeriδoγráfos] Ο18 : (παρωχ.) δημοσιογράφος εφημερίδας.

[λόγ. εφημεριδ- (δες εφημερίδα) -ο- + -γράφος]

εφημεριδοπώλης ο [efimeriδopólis] Ο10 θηλ. εφημεριδοπώλισσα [efimeriδopólisa] Ο27 : αυτός που πουλάει εφημερίδες σε κλειστό ή σε υπαίθριο χώρο (σε πάγκο) και παλαιότερα αυτός που, κρατώντας στα χέρια τις εφημερίδες, τις πουλούσε στο δρόμο (φωνάζοντας τους τίτλους των κυριότερων ειδήσεων) ή τις μοίραζε στα σπίτια.

[λόγ. εφημεριδ- (δες εφημερίδα) -ο- + -πώλης· εφημεριδοπώλ(ης) -ισσα]

εφημεριδοφάγος ο [efimeriδofáγos] Ο18 θηλ. εφημεριδοφάγος [efimeriδofáγos] Ο35 : πειραχτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου που διαβάζει καθημερινά όλη την ύλη των εφημερίδων, που είναι μανιώδης αναγνώστης εφημερίδων.

[λόγ. εφημεριδ- (δες εφημερίδα) -ο- + -φάγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

εφημέριος ο [efimérios] Ο20α : ιερέας που υπηρετεί σε ενοριακό ναό.

[λόγ. < ελνστ. ἐφημέριος ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἐφημέριος `που διαρκεί μία ημέρα΄ κατά τη σημ. της ελνστ. λ. ἐφημερία]

εφήμερος -η -ο [efímeros] Ε5 : 1.για έντομο ή για φυτό που η ζωή του διαρκεί μία μέρα και με επέκταση, λίγες ώρες έως λίγες μέρες. || (ως ουσ.) το εφήμερο. 2α. (μτφ., με υπ. αφηρ. ουσ.) που, εξαιτίας της φύσης του ή του χαρακτήρα του, δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ (για να δηλώσουμε τη ματαιότητα των προσκαίρων): H ζωή είναι εφήμερη, δεν είναι αιώνια. H δόξα περνάει, είναι εφήμερη. Mη ζητάς εφήμερες χαρές. Εφήμεροι έρωτες. β. (ως ουσ.) β1. το εφήμερο, η ιδιότητα του εφήμερου: Tο εφήμερο των απολαύσεων. β2. τα εφήμερα, εφήμερες απολαύσεις, χαρές: Mη θυσιάζεις τα αιώνια για τα εφήμερα. εφήμερα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 2: αρχ. ἐφήμερος· 1: νλατ. ephemeron (στη νέα σημ.) < αρχ. ἐφήμερον `ένα έντομο που ζει μία μέρα΄]

εφησυχάζω [efisixázo] Ρ2.1α μππ. εφησυχασμένος : δεν ανησυχώ για την ενδεχόμενη κακή εξέλιξη μιας υπόθεσης, με συνέπεια να παραμένω αδρανής αντί να δραστηριοποιούμαι, για να προλάβω ή για να αντιμετωπίσω κτ. δυσάρεστο: Bασίστηκαν στις διαβεβαιώσεις του και εφησύχασαν, ενώ θα έπρεπε να είχαν λάβει εγκαίρως τα μέτρα τους. Ο εφησυχασμένος πολίτης δεν είναι καλός πολίτης. || κάνω κπ. να εφησυχάσει.

[λόγ. < ελνστ. ἐφησυχάζω `παραμένω ήσυχος΄]

εφησύχαση η [efisíxasi] Ο33 : η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που εφησυχάζει, η έλλειψη ανησυχίας· εφησυχασμός.

[λόγ. < μσν. εφησύχασις `αποσιώπηση΄ < εφησυχα- (εφησυχάζω) -σις > -ση κατά τη σημ. της λ. εφησυχάζω]

εφησυχασμός ο [efisixazmós] Ο17 : η ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται αυτός που εφησυχάζει· εφησύχαση: H βελτίωση της κατάστασης ίσως είναι προσωρινή και δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε εφησυχασμό.

[λόγ. εφησυχασ- (εφησυχάζω) -μός]

< Προηγούμενο   1... 411 412 [413] 414 415 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες