Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.226 εγγραφές [4111 - 4120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εφευρίσκω [efevrísko] -ομαι Ρ αόρ. εφεύρα, απαρέμφ. εφεύρει, παθ. αόρ. εφευρέθηκα, απαρέμφ. εφευρεθεί : 1.επινοώ ένα νέο, πρωτότυπο τεχνικό όργανο ή μια νέα μέθοδο παραγωγής, κάνω εφεύρεση: Ο Nόμπελ εφεύρε τη δυναμίτιδα. Ο τροχός εφευρέθηκε από τον προϊστορικό άνθρωπο. Ο Ήρωνας ανακάλυψε τη δύναμη του ατμού, η πρώτη όμως ατμομηχανή εφευρέθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. 2α. έχω πρωτότυπες πρακτικές ιδέες για την αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων: H μητέρα εφευρίσκει πάντα τρόπους για να ευχαριστήσει τα παιδιά της. β. βρίσκω, επινοώ δικαιολογίες ή τεχνάσματα για να αποφύγω ή για να πετύχω κτ.: Kαι τι δεν εφευρίσκει (το μυαλό του), για να μην πάει στο σχολείο, μηχανεύεται.
[λόγ. < αρχ. ἐφευρίσκω]
- εφήβαιο το [efíveo] Ο40 : (ανατ.) τριγωνικό έπαρμα στο κατώτερο τμήμα του υπογαστρίου, που από την περίοδο της ήβης και ύστερα καλύπτεται από τρίχωμα· ήβη2· (στις γυναίκες) όρος της Aφροδίτης.
[λόγ. < ελνστ. ἐφήβαιον]
- εφηβεία η [efivía] Ο25 : περίοδος της ζωής του ανθρώπου, που αποτελεί μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ωριμότητα και που αρχίζει με την εμφάνιση της ήβης και τελειώνει με την πλήρη σωματική και ψυχολογική ωρίμανση του ατόμου· εφηβική ηλικία.
[λόγ. < ελνστ. ἐφηβεία]
- εφηβικός -ή -ό [efivikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον έφηβο ή με την εφηβεία, που ανήκει στον έφηβο ή που ταιριάζει σε αυτόν: Εφηβική ηλικία, εφηβεία. Εφηβικό σώμα. Εφηβικά προβλήματα. Εφηβικό ντύσιμο. Εφηβικά ρούχα, για εφήβους. Εφηβική ομάδα, που αποτελείται από εφήβους. || (επέκτ.) νεανικός: Tο σώμα της διατηρείται ακόμη εφηβικό. Έχει εφηβική ευκινησία / ζωντάνια / ψυχή.
εφηβικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐφηβικός]
- έφηβος ο [éfivos] Ο19 θηλ. έφηβη [éfivi] Ο32 & (λόγ.) έφηβος [éfivos] Ο36 : 1.άτομο που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην εφηβεία: Έχει σώμα / ψυχή εφήβου, για κπ. που διατηρεί τη νεανικότητά του, παρά τη σχετικά μεγάλη ηλικία του. Aιώνιος ~, χαρακτηρισμός ατόμου που είναι, ως τα βαθιά γεράματα, σωματικά και πνευματικά ακμαίος. || (ως επίθ.): H έφηβη μητέρα. || (αθλ.) κατηγορία στην οποία κατατάσσεται ένας αθλητής, σύμφωνα με την ηλικία του: Πρωτάθλημα εφήβων και νεανίδων. 2. στην αρχαία Ελλάδα, νέος 18 έως 20 ετών (στην περίοδο της στρατιωτικής εκπαίδευσης).
[λόγ. < αρχ. ἔφηβος ὁ· έφηβ(ος) -η· λόγ. < αρχ. ἔφηβος ἡ]
- εφηλίδα η [efilíδa] Ο26 : (ιατρ.) φακίδα.
[λόγ. εν. < αρχ. ἐφηλίδες (πληθ.)]
- εφημερεύω [efimerévo] Ρ5.1α : παρέχω υπηρεσία ολόκληρη την ημέρα ή ολόκληρο το εικοσιτετράωρο: Ο γιατρός εφημερεύει, εργάζεται πέρα από το κανονικό ωράριο, εκ περιτροπής με άλλους γιατρούς, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συνεχής λειτουργία του νοσοκομείου. Tο νοσοκομείο εφημερεύει, δέχεται έκτακτα περιστατικά ημέρα και νύχτα.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημερεύω `ασκώ υπηρεσία (συνήθ. στρατ.) την ημέρα΄]
- εφημερεύων -ουσα -ον [efimerévon] Ε12 : που εφημερεύει: ~ γιατρός. Εφημερεύον νοσοκομείο.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημερεύων `που έχει σειρά για υπηρεσία΄ μεε. του ἐφημερεύω]
- εφημερία η [efimería] Ο25 : 1α.(για γιατρό ή νοσηλευτή) υπηρεσία ορισμένων ωρών, εκτός από εκείνες που προβλέπει το κανονικό ωράριο: Ο γιατρός έχει ~. Kάνει πέντε εφημερίες το μήνα, πέντε ημέρες εφημερίας. β. (για νοσηλευτικό ίδρυμα) συνεχής λειτουργία, για την αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών. 2. χρόνος υπηρεσίας ενός κληρικού στο ναό, που διαρκεί συνήθ. μία εβδομάδα.
[λόγ. < ελνστ. ἐφημερία `ημερήσια υπηρεσία των ιερέων στο ναό΄]
- εφημεριακός -ή -ό [efimeriakós] Ε1 : που έχει σχέση με τον εφημέριο: ~ κλήρος.
[λόγ. εφημέρι(ος) -ακός]



