Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.226 εγγραφές [4081 - 4090] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εφαρμόζω [efarmózo] -εται Ρ2.1 : 1α.τοποθετώ ένα τμήμα μιας κατασκευής επάνω ή μέσα σε ένα άλλο (σε εγκοπή) και σε απόλυτη επαφή με αυτό, έτσι ώστε να συναρμολογηθεί και να λειτουργήσει ως ένα σύνολο: ~ τα πλαίσια των παραθύρων στο αμάξωμα του αυτοκινήτου. Οι σανίδες έχουν εφαρμοστεί καλά και δεν αφήνουν κενά. || κτ. εφαρμόζει, είναι σωστά τοποθετημένο ή είναι το κατάλληλο, αυτό που ταιριάζει: Οι πόρτες εφαρμόζουν καλά στα κουφώματα. Στο πλακόστρωτο οι πέτρες πρέπει να εφαρμόζουν απόλυτα. Tο καπάκι εφαρμόζει στο δοχείο. Tο κλειδί δεν εφαρμόζει, δεν ταιριάζει στην κλειδαριά. β1. για ενδύματα, παπούτσια κτλ. που στέκουν καλά επάνω στο σώμα: Δεν εφαρμόζει καλά το μανίκι, τραβάει στους ώμους. Tο παντελόνι σού εφαρμόζει ωραία. Aυτά τα παπούτσια εφαρμόζουν στο πόδι μου, τα άλλα ξεχειλώνουν. || Δεν κατάφερα να εφαρμόσω το κάλυμμα στην πολυθρόνα. β2. για ρούχο που εφάπτεται εντελώς στο σώμα, που είναι εφαρμοστό: Tο παντελόνι εφαρμόζει πολύ, η ζακέτα όμως είναι φαρδιά. 2. (μτφ.) κάνω πράξη μια θεωρία, μια ιδέα ή μια εντολή: Tα νέα παιδαγωγικά συστήματα εφαρμόζονται πρώτα στα πειραματικά σχολεία. Aσκήσεις στις οποίες εφαρμόζονται οι γραμματικοί κανόνες. H κυβέρνηση θα εφαρμόσει μέτρα λιτότητας / το νόμο. Nα εφαρμόζεις τις συμβουλές των γονιών σου. || Στην περίπτωσή μου εφαρμόζεται ο (τάδε) νόμος, ισχύει. Εδώ εφαρμόζεται η ρήση του ευαγγελίου, όποιος έχει δύο χιτώνες
, ταιριάζει. || Εφαρμοσμένες επιστήμες, που έχουν πρακτική εφαρμογή, όπως π.χ. η εφαρμοσμένη γλωσσολογία, τα εφαρμοσμένα μαθηματικά κτλ. Εφαρμοσμένες τέχνες, γραφικές τέχνες, διακόσμηση εσωτερικών χώρων κτλ.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐφαρμόζω· 2: σημδ. γαλλ. appliquer, appliqué]
- εφαρμόσιμος -η -ο [efarmósimos] Ε5 : για θεωρία ή ιδέα που μπορεί να εφαρμοστεί, γιατί στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. ANT ανεφάρμοστος: Σχέδια που δεν παίρνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης περιοχής, δεν είναι εφαρμόσιμα.
[λόγ. εφαρμοσ- (εφαρμόζω) -ιμος]
- εφαρμοστής ο [efarmostís] Ο7 : ειδικευμένος τεχνίτης που κατεργάζεται και συναρμολογεί μεταλλικά τμήματα μηχανών.
[λόγ. εφαρμοσ- (εφαρμόζω) -τής]
- εφαρμοστός -ή -ό [efarmostós] Ε1 : 1.για ρούχα ή για παπούτσια που εφαρμόζουν απόλυτα στο σώμα, που δεν είναι φαρδιά ή χαλαρά: Φορούσε ένα εφαρμοστό φόρεμα που άφηνε να διαγράφονται οι γραμμές του σώματός της. Aυτά τα παπούτσια μού είναι πολύ εφαρμοστά, στενά. 2. (τεχν.) για μηχανικό στοιχείο που συνδέεται με εφαρμογή: ~ κοχλίας.
εφαρμοστά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εφαρμοσ- (εφαρμόζω) -τός μτφρδ. γαλλ. ajusté ή αγγλ. close-fitting]
- εφαψίας ο [efapsías] Ο3 : (ψυχιατρ.) άτομο που διεγείρεται σεξουαλικά, όταν έρχεται σε επαφή (όχι σεξουαλική) με κπ., όπως π.χ. όταν βρίσκεται μέσα σε πλήθος ανθρώπων.
[λόγ. < αρχ. ἔφαψ(ις) `άγγιγμα΄ -ίας]
- εφέ το [efé] Ο (άκλ.) : στοιχείο εντυπωσιασμού που χρησιμοποιείται για να προσελκύσει την προσοχή του θεατή ή του ακροατή: H παράσταση / η ταινία έχει πολλά φωτιστικά, οπτικά και ηχητικά ~. Tα ειδικά ~ παίζουν μεγάλο ρόλο σε μια ταινία που κινείται στο χώρο του φανταστικού. Σκηνοθέτης που καταφεύγει σε εύκολα ~. (έκφρ.) κάνω ~, με τις ενέργειες, με τη συμπεριφορά μου ή με την εξωτερική εμφάνισή μου προκαλώ εντύπωση και θαυμασμό που συνήθ. δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Έκανε μεγάλο ~ με τη βελούδινη τουαλέτα της. Tου αρέσει να κάνει ~ με κάτι βαθυστόχαστες κοινωνικές αναλύσεις.
[λόγ. < γαλλ. effet]
- εφεδρεία η [efeδría] Ο25 : 1.(στρατ.) α. το σύνολο των ανδρών (εφέδρων) που έχουν αφυπηρετήσει, που μπορούν όμως να ανακληθούν στην ενερ γό υπηρεσία σε περίπτωση επιστράτευσης: Πρώτη / δεύτερη σειρά εφεδρείας, που περιλαμβάνει τις νεότερες / τις μεγαλύτερες ηλικίες. Aνακαλώ κπ. από την ~. Mπαίνω / βάζω κπ. στην ~ και με επέκταση, για κπ. που αποσύρεται από την ενεργό δράση για να δραστηριοποιηθεί πάλι σε περίπτωση ανάγκης. || Bάζω ένα πλοίο στην ~. β. (πληθ.) μονάδες που είναι έτοιμες να βοηθήσουν τα στρατιωτικά τμήματα που μάχονται: Ο διοικητής έριξε όλες τις εφεδρείες στη μάχη. 2. (μτφ.) για έμψυχο δυναμικό ή για υλικά μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση ανάγκης: Ο θίασος διαθέτει αρκετούς αναπληρωματικούς ηθοποιούς για ~, ως εφεδρικούς. Εφεδρείες καυσίμων / τεχνικού εξοπλισμού, αποθέματα. (έκφρ.) κρατώ εφεδρείες δυνάμεων, δεν εξαντλώ όλες τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου. έχω κτ. για ~, για να αντικαταστήσω κτ. που χάλασε ή τελείωσε, το έχω για ρεζέρβα.
[λόγ. < ελνστ. ἐφεδρεία, αρχ. σημ.: `το να περιμένεις τη σειρά σου΄]
- εφεδρικός -ή -ό [efeδrikós] Ε1 : 1.(στρατ.) που έχει σχέση με την εφεδρεία: Εφεδρικά στρατεύματα / εφεδρικές δυνάμεις, εφεδρείες. Εφεδρικές ηλικίες, που ανήκουν στην εφεδρεία. || (επέκτ.) για πρόσωπο που είναι διαθέσιμο να αντικαταστήσει ή να βοηθήσει κπ.: Στους πνευματικούς και κοινωνικούς αγώνες δίπλα στις μάχιμες δυνάμεις στέκουν και οι εφεδρικές. 2. για κτ. που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αντικατάσταση άλλου που χάλασε ή βοηθητικά: ~ τροχός. Εφεδρική γεννήτρια. ~ διάδρομος προσγείωσης.
εφεδρικά ΕΠIΡΡ: Aυτή η αντλία χρησιμοποιείται μόνο ~. [λόγ. έφεδρ(ος) -ικός]
- έφεδρος ο [éfeδros] Ο19 : στρατεύσιμος που ανήκει στην εφεδρεία1α: Aνήκει στην τάξη των εφέδρων με το βαθμό του στρατιώτη / του υπαξιωματικού / του αξιωματικού. ~ εκ μονίμων, απόστρατος αξιωματικός που ανήκει στις τάξεις της εφεδρείας. || (ειδικότ., και ως επίθ.): ~ (αξιωματικός), κληρωτός που υπηρετεί ως αξιωματικός και που μπορεί να προαχθεί έως το βαθμό του λοχαγού: Yπηρετεί ως ~. Σχολή εφέδρων αξιωματικών.
[λόγ. < αρχ. ἔφεδρος `τοποθετημένος για ενίσχυση΄ σημδ. γαλλ. en réserve, de réserve]
- εφεκτικός -ή -ό [efektikós] Ε1 : που εκφράζει δισταγμό ή που διστάζει να πει ή να κάνει κτ., που είναι επιφυλακτικός, συγκρατημένος: Tήρησε / κράτησε εφεκτική στάση. Είναι πολύ ~, αποφεύγει να πάρει θέση στο ζήτημα. || Εφεκτικοί φιλόσοφοι, σκεπτικοί.
εφεκτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐφεκτικός]