Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε*
4.226 εγγραφές [4221 - 4226]
του λόγου [tulóγu] & (συνήθ. στην αρχή της πρότασης) ελόγου [elóγu] με τη γενική ενικού ή πληθυντικού του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας : (λαϊκότρ.) περιφραστική προσωπική αντωνυμία· συνήθ. λέγεται με ειρωνική ή μειωτική σημασία, ιδιαίτερα για το β' ή γ' πρόσωπο: Tο ξέρεις καλά και ~ σου, κι εσύ ο ίδιος. Ποιος είσαι ~ σου / ελόγου σου. Ελόγου σου τι ζητάς; ~ σου τα λες αυτά; Mπράβο σου! || για ~ μου, χρησιμοποιείται και ως αυτοπαθής αντωνυμία: Tα θέλω για ~ μου, για τον εαυτό μου.

[(του) λόγου (μου) με προσθήκη ε- κατά τα εγώ, εσύ]

τούτος -η -ο [tútos] & ετούτος -ο [etútos] αντων. δεικτ. : σε θέση επιθέ του ή ουσιαστικού· σε αντιδιαστολή με τη δεικτική αντωνυμία εκείνος, τη χρησιμοποιεί ο ομιλητής για να δείξει (συχνά συγχρόνως δείχνει με το χέρι του ή με το βλέμμα του) κτ. που είναι πολύ κοντά του τοπικά ή χρονικά, αν και συχνότερη και γι΄ αυτή την περίπτωση είναι η δεικτική αντωνυμία αυτός: ~ είναι ο φίλος μου, αυτός. Προτιμώ τούτο το χρώμα, όχι εκείνο. || συχνά μαζί με το επίρρημα εδώ για περισσότερη έμφαση: Tούτο εδώ είναι το σπίτι του. Tούτη εδώ η γυναίκα. Σε τούτο δω το στενό. || σπανιότερα για να δείξει κτ. που είναι κοντά στον ομιλητή σε αντιδιαστολή προς τη δεικτική αντωνυμία αυτός που δείχνει κτ. κοντά στο συνομιλητή: (Ε)τούτο είναι δικό μου κι αυτό είναι δικό σου. || χρονικά, για το διάστη μα που διανύουμε: Nα περάσει και τούτη η χρονιά, η φετινή. Πάει και τού τη η μέρα, η σημερινή. ΦΡ με τούτα / μ΄ αυτά και μ΄ εκείνα*. (λόγ. έκφρ.) διά τούτο, γι΄ αυτό. προς τούτο, για το σκοπό αυτό. εκτός* τούτου. επί τούτο / επί τούτου, επίτηδες.

[μσν. τούτος εν. < ελνστ. τοῦτοι πληθ. του αρχ. οyτος, αιτ. τοῦτον· ανάπτ. ε- κατά το εκείνος]

φετινός -ή -ό [fetinós] & εφετινός -ή -ό [efetinós] Ε1 : που αναφέρεται στο τρέχον, στο παρόν έτος: Tο φετινό καλοκαίρι είναι πολύ ζεστό. H φετινή σοδιά του σιταριού ήταν πολύ καλή. Ο ~ χρόνος είναι δίσεκτος. || Tο φόρεμά μου είναι φετινό, το αγόρασα φέτος.

[μσν. φετινός < ελνστ. ἐφετινός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το εφέτος > φέτος· λόγ. < ελνστ. ἐφετινός]

φέτος [fétos] & εφέτος [efétos] επίρρ. : κατά τη διάρκεια του τρέχοντος, του παρόντος έτους: ~ το Πάσχα πέφτει πολύ νωρίς. H κόρη της πηγαίνει ~ τρίτη (τάξη) δημοτικού. (γνωμ.) κάθε πέρσι και καλύτερα*, κάθε ~ και χειρότερα.

[μσν. φέτος < ελνστ. ἐφέτος < ἐπ΄ ἔτος με τροπή [p > f] αναλ. προς τα αρχ. ἐφ΄ ἡμέραν `για την ημέρα, για μία μέρα΄, ἐφήμερος· λόγ. < ελνστ. ἐφέτος]

χτες [xtés] & χθες [xθés] & εχτές [extés] & εχθές [exθés] επίρρ. χρον. : 1.μία μέρα πριν από τη σημερινή, σε αντιδιαστολή προς το σήμερα ή προς το αύριο: ~ το πρωί / το βράδυ. Είναι εδώ από ~. H συνάντηση ήταν κανονισμένη για ~. Tο ψωμί / το φαγητό είναι από ~, είναι χτεσινό. (έκφρ.) ~, προχτές, (αόριστα) πριν από λίγες μέρες. σαν να ήταν ~ / λες και ήταν ~, για να δηλώσουμε ότι μια ανάμνηση είναι πολύ ζωντανή ή ότι ο χρόνος κυλά πολύ γρήγορα: Σαν να ήταν ~ που τελειώσαμε το σχολείο / που ήμασταν νέοι. 2. όταν αναφερόμαστε στο πρόσφατο συνήθ. παρελθόν, σε αντιδιαστολή προς το σήμερα: ~ ήταν ακόμη παιδί και σήμερα είναι παλικάρι. ~ έκανε όνειρα και τώρα δεν υπάρχει πια. || (ως ουσ.) το χτες, το παρελθόν, συνήθ. το πρόσφατο: Ο κόσμος / οι άνθρωποι του ~. Mη σκέπτεσαι το ~, κοίτα το αύριο.

[μσν. χτες < αρχ. χθές με ανομ. τρόπου άρθρ. [χθ > xt] · λόγ. < αρχ. χθές· μσν. εχτές < αρχ. ἐχθές με ανομ. τρόπου άρθρ. [χθ > xt] · λόγ. < αρχ. ἐχθές]

ψες [psés] & εψές [epsés] & (σπανιότ.) ψε [psé] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) κατά το προηγούμενο από το σημερινό βράδυ, χθες το βράδυ: Εψές, σαν όλα τα βραδάκια… || κατά την προηγούμενη από τη σημερινή μέρα· χθες.

[αρχ. ὀψέ `αργά το βράδυ΄ > οψές > ψες κατά το χθες, χτες· οψές > εψές με υποχωρ. αφομ. [o-e > e-e] · αποβ. του τελικού [s] κατά τα πότε, κάποτε]

< Προηγούμενο   1... 419 420 421 422 [423]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες