Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.226 εγγραφές [3971 - 3980] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευρωπαϊστής ο [evropaistís] Ο7 θηλ. ευρωπαΐστρια [evropaístria] Ο27 : αυτός που υποστηρίζει και εργάζεται για την προώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας, δηλαδή της συνεργασίας και της ενότητας των ευρωπαϊκών κρατών.
[λόγ. ευρωπα(ϊσμός) -ιστής· λόγ. ευρωπαϊσ(τής) -τρια]
- Ευρώπη η [evrópi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1.μία από τις έξι ηπείρους. || (ειδικότ.) τα προηγμένα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. || (οικ.) η Ευρωπαϊκή Ένωση: H ένταξή μας στην ~. 2. θετικός χαρακτηρισμός για χώρα ή για τόπο που προηγούνται πολιτιστικά και οικονομικά: Εδώ είναι ~. Πρέπει να γίνουμε ~.
[λόγ. < αρχ. Εὐρώπη (στη σημ. 1)]
- ευρωστία η [evrostía] Ο25 : η ιδιότητα του εύρωστου. 1α. σωματική υγεία και δύναμη. β. (για φυτό) πολύ καλή ανάπτυξη. 2. (μτφ.) ακμαιότητα: Οικονομική / πνευματική ~.
[λόγ. < αρχ. εὐρωστία]
- εύρωστος -η -ο [évrostos] Ε5 : 1α.(για άνθρ. ή για ζώο) υγιής και δυνατός. β. (για φυτό) που έχει πολύ καλή ανάπτυξη. 2. (μτφ.) ακμαίος, ικανός για εξέλιξη και για δημιουργία: H οικονομία μας / η βιομηχανία μας είναι εύρωστη. Εύρωστα (οικονομικά) κράτη.
[λόγ. < αρχ. εὔρωστος]
- ευρωτίαση η [evrotíasi] Ο33 : (λόγ.) μούχλιασμα.
[λόγ. < ελνστ. εὐρωτια- (εὐρωτιῶ) `μουχλιάζω΄ -σις > -ση]
- ευσεβάστως [efsevástos] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με πολύ σεβασμό.
[λόγ. ευσέβαστ(ος) `άξιος σεβασμού΄ (< ευ- σεβαστός κατά το αξιοσέβαστος) -ως μτφρδ. γαλλ. respectueusement]
- ευσέβεια η [efsévia] Ο27 : η ιδιότητα του ευσεβούς, ο σεβασμός προς το θείο. ANT ασέβεια: Είναι γνωστή η ~ του ελληνικού λαού. Οι όσιοι τιμήθηκαν από την εκκλησία για την ευσέβειά τους.
[λόγ. < αρχ. εὐσέβεια]
- ευσεβής -ής -ές [efsevís] Ε10 : α.που τον κατέχουν συναισθήματα πίστης, υποταγής και αγάπης για το Θεό. ANT ασεβής: ~ άνθρωπος / χριστιανός / λαός. ~ προσκυνητής, ευλαβής. β. που ταιριάζει στον ευσεβή άνθρωπο: ~ ζωή. (έκφρ.) ευσεβείς πόθοι, ανομολόγητες και απραγματοποίητες επιθυμίες, και ειρωνικά, όταν αναφερόμαστε σε σχέδια, συνήθ. αντιπάλων μας, τα οποία δεν επιθυμούμε να πραγματοποιηθούν: H κάθοδος στο Aιγαίο ήταν πάντοτε ευσεβείς πόθοι των γειτόνων μας.
(λόγ.) ευσεβώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὐσεβής, εὐσεβῶς]
- ευσεβισμός ο [efsevizmós] Ο17 : θρησκευτικό κίνημα των διαμαρτυρομένων, που δίδασκε ότι ο ευσεβής βίος και η φιλανθρωπία είναι ανώτερα από τη δογματική πίστη.
[λόγ. ευσεβ(ής) -ισμός μτφρδ. γερμ. Ρietismus]
- εύσημο το [éfsimo] Ο40 : διάκριση που δινόταν στους επιμελείς και πειθαρχικούς μαθητές και με επέκταση, κάθε μορφή τιμητικής διάκρισης και αναγνώρισης της προσφοράς κάποιου: H πολιτεία τού έδωσε εύσημα για το κοινωνικό έργο του. Διαθέτει εύσημα για τους δημοκρατικούς αγώνες του. || (ειρ.): Γιατί σκοτώνεσαι στη δουλειά; Για να πάρεις το ~; Πήρε το ~ της βλακείας.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. εὔσημα τά `τιμητικά παράσημα΄ σημδ. (ελνστ.) λατ. insignia (αρχ. εὔσημος `που διακρίνεται εύκολα από σημάδια΄)]



