Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε*
4.226 εγγραφές [3961 - 3970]
ευρωβουλευτής ο [evrovuleftís] Ο7 θηλ. ευρωβουλευτής [evrovuleftís] & ευρωβουλευτίνα [evrovuleftína] Ο26 : μέλος του ευρωκοινοβουλίου.

[λόγ. ευρω- + βουλευτής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· ευρωβουλευτ(ής) -ίνα]

ευρωβουλή η [evrovulí] Ο29 : το ευρωκοινοβούλιο.

[λόγ. ευρω- + βουλή μτφρδ. Εuropean parliament]

ευρωδολάριο το [evroδοlário] Ο40 : συνάλλαγμα σε δολάρια των HΠA που είναι κατατεθειμένα σε ευρωπαϊκές τράπεζες.

[λόγ. < αγγλ. euro dollar < euro- = ευρω- + dollar = δολάριο]

ευρωεκλογές οι [evroeklojés] Ο29 : οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του ευρωκοινοβουλίου: H επικείμενες ~ είναι αναπόφευκτο ότι θα έχουν ιδιαίτερη πολιτική σημασία.

[λόγ. ευρω- + εκλογές]

ευρωκοινοβούλιο το [evrokinovúlio] Ο40 : κοινοβούλιο που αποτελείται από αντιπροσώπους των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[λόγ. ευρω- + κοινοβούλιο μτφρδ. Εuropean parliament]

ευρωκομμουνισμός ο [evrokomunizmós] Ο17 : (πολ.) πολιτικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στα δυτικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα, κατά τη δεκαετία του 1970, με αποκλίσεις από τη σκληρή ιδεολογική γραμμή των κομμουνιστικών κομμάτων της Aνατολικής Ευρώπης.

[λόγ. < αγγλ. euro-communism < euro- = ευρω- + communism = κομμουνισμός]

ευρωπαΐζω [evropaízo] Ρ2.1α : συμπεριφέρομαι σαν Ευρωπαίος.

[λόγ. Ευρωπα(ίος) -ίζω]

ευρωπαϊκός -ή -ό [evropaikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στους Ευρωπαίους ή στην Ευρώπη ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς: ~ πολιτισμός. Ευρωπαϊκή ιστορία. Ευρωπαϊκές γλώσσες. Ευρωπαϊκά κράτη / δάση / προϊόντα. Ευρωπαϊκή αρκούδα / χελώνα, που ζει στην Ευρώπη. Ευρωπαϊκοί χοροί, σε αντιδιαστολή προς τους ελληνικούς δημοτικούς χορούς ή τους χορούς της Aνατολής. Ευρωπαϊκή μουσική, τα ελαφρά τραγούδια, όχι τα λαϊκά ή τα δημοτικά. Ευρωπαϊκή Ένωση, οργανισμός κρατών της Ευρώπης που συνεργάζονται στενότατα στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο και έχουν ως απώτερο στόχο την ενοποίησή τους. || (ειδικότ.) που αναφέρεται στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Ευρωπαϊκή νομισματική μονάδα. Tο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. H Ευρωπαϊκή Επιτροπή. H κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. 2. ως συνώνυμο άριστης ποιότητας: H θεατρική παράσταση ήταν ευρωπαϊκού επιπέδου. Προϊόντα με ευρωπαϊκή τελειότητα / κομψότητα. ευρωπαϊκά ΕΠIΡΡ: Ήταν ντυμένος ~.

[λόγ. Ευρωπα(ίος) -ικός]

Ευρωπαίος ο [evropéos] Ο18 θηλ. Ευρωπαία [evropéa] Ο26 : 1.ο κάτοικος της Ευρώπης. || (ειδικότ.) ο κάτοικος της Δυτικής Ευρώπης. || (ως επίθ.): Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας. 2. θετικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πνευματικά καλλιεργημένου, με κοινωνική αγωγή και με δημοκρατική νοοτροπία: Γίναμε / πρέπει να γίνουμε Ευρωπαίοι.

[λόγ. < ελνστ. Εὐρω παῖος (αρχ., ιων. διάλ. Εὐρωπήϊος)· λόγ. Ευρωπαί(ος) -α]

ευρωπαϊσμός ο [evropaizmós] Ο17 : η ιδέα της ευρωπαϊκής ενότητας.

[λόγ. Ευρωπα(ίος) -ισμός μτφρδ. γαλλ. européanisme < européen = Ευρωπα(ίος) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   1... 395 396 [397] 398 399 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες