Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε*
4.226 εγγραφές [3951 - 3960]
ευρυμαθής -ής -ές [evrimaθís] Ε10 : (λόγ.) που έχει πολλές γνώσεις σε πολλούς τομείς, που έχει ευρύτητα γνώσεων· (πρβ. πολυμαθής).

[λόγ. ευρυ- + -μαθής κατά το πολυμαθής]

ευρυμέτωπος -η -ο [evrimétopos] Ε5 : (λόγ.) που έχει πλατύ μέτωπο· πλατυμέτωπος.

[λόγ. < αρχ. εὐρυμέτωπος]

ευρύνω [evríno] -ομαι Ρ8.1 : 1.(λόγ.) κάνω κτ. πλατύ, φαρδύ ή πλατύτερο· πλαταίνω. 2. (μτφ.) διευρύνω, επεκτείνω κτ. (συνήθ. βελτιώνοντάς το)· πλαταίνω: ~ τον κύκλο των γνώσεών μου / τους πνευματικούς μου ορίζοντες.

[λόγ. < αρχ. εὐρύνω]

ευρύς -εία -ύ [evrís] Ε7α : 1α.(λόγ.) πλατύς1. ANT στενός: Ευρείες λεωφόροι. Έχει ευρύ στέρνο, είναι ευρύστερνος. β. που έχει μεγάλη έκταση (σε αντιδιαστολή προς κτ. άλλο), κυρίως σε εκφράσεις: Xάρτης με το πολεοδομικό συγκρότημα της Aθήνας και της ευρύτερης περιφέρειας. Ευρεία εκλογική περιφέρεια. ANT στενή. 2. (μτφ.) α. που δεν είναι περιορισμένος, που αφορά ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, πραγμάτων ή αφηρημένων εννοιών: Έχει έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών. ANT στενός. Προϊόντα για το ευρύ κοινό / ευρείας κατανάλωσης. Tο σκάνδαλο άρχισε να παίρνει ευρύτερες διαστάσεις. Έγιναν ευρύτατες αλλαγές. H αγγλική γλώσσα έχει ευρύτατη διάδοση. H παιδεία μάς απασχόλησε με τη στενή αλλά και με την ευρεία / ευρύτερη έννοια του όρου, πλατιά. Ευρεία σύσκεψη, με συμμετοχή πολλών ατόμων. || Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που περιλαμβάνει και οργανισμούς δημοσίου δικαίου. || Aντιβιοτικό ευρέος φάσματος, που καταπολεμά πολλά είδη μικροβίων. β. που αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τις διάφορες καταστάσεις χωρίς προκαταλήψεις και δογματισμούς· πλατύς. ANT στενός: Είναι άνθρωπος με ευρεία αντίληψη. γ. εμπεριστατωμένος, εξαντλητικός· πλατύς: Έγινε ευρεία ανάλυση του θέματος. ευρέως ΕΠIΡΡ: Επιστήμονας ~ / ευρύτατα γνωστός. H μέθοδος των μεταμοσχεύσεων εφαρμόζεται ευρύτατα. Tο πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί ευρύτερα και όχι στενά.

[λόγ.: 1: αρχ. εὐρύς· 2: σημδ. γερμ. weit & αγγλ. broad· λόγ. < αρχ. εὐρέως]

ευρύστερνος -η -ο [evrísternos] Ε5 : που έχει ευρύ, πλατύ στέρνο.

[λόγ. < αρχ. εὐρύστερνος]

ευρύτητα η [evrítita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα αυτού που είναι ευρύς. ANT στενότητα. 1. (λόγ.) ευρυχωρία: H ~ του χώρου. 2. (μτφ.): Διακρίνεται για την ~ των αντιλήψεών του. Έχει μεγάλη ~ γνώσεων / πνεύματος.

[λόγ.: 1: αρχ. εὐρύτης, αιτ. -ητα· 2: κατά τη σημ. της λ. ευρύς2]

ευρυχωρία η [evrixoría] Ο25 : η ιδιότητα του ευρύχωρου, άνεση χώρου: Tο δωμάτιο έχει μεγάλη ~. Έχουμε αρκετή ~ στο σπίτι μας. Έχουμε μεγάλη στενότητα χώρου, μας λείπει η ~.

[λόγ. < αρχ. εὐρυχωρία]

ευρύχωρος -η -ο [evríxoros] Ε5 : (για χώρο) που έχει αρκετά μεγάλες διαστάσεις, ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες για τις οποίες προορίζεται. ANT στενόχωρος1: Σχολεία με ευρύχωρες αίθουσες και αυλές. Ευρύχωρη ντουλάπα. Ευρύχωρο αυτοκίνητο. || Ευρύχωρα ρούχα / παπούτσια, αρκετά φαρδιά και άνετα. ευρύχωρα ΕΠIΡΡ: Στο καινούριο σπίτι είμαστε ~, έχουμε ευρυχωρία.

[λόγ. < αρχ. εὐρύχωρος]

ευρώ το [evró] Ο (άκλ.) : το ενιαίο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[λόγ. < γαλλ. euro < σύντμ. της λ. Εuro(pe) = Ευρώ(πη) (ορθογρ. δαν.)]

ευρω- [evro] : α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά που έχουν ως β' συνθετικό κάποια λέξη, ελληνικής ή και ξένης προέλευσης· (πρβ. γιουρο-): α. με αναφορά στην Ευρώπη, στον ευρωπαϊκό χώρο: ~μπάσκετ. || στη δυτική Ευρώπη: ~κομμουνισμός, ~σοσιαλισμός. β. συχνότερα με αναφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ~βουλευτής, ~κοινοβούλιο.

[λόγ. < διεθ. euro- < αρχ. Εὐρώ(πη) ως α' συνθ.: ευρω-κράτης < γαλλ. eurocrate (κατά το techno-crate = τεχνο-κράτης), ευρω-δολάριο < αγγλ. eurodollar]

< Προηγούμενο   1... 394 395 [396] 397 398 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες