Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.226 εγγραφές [3911 - 3920] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύπεπτος -η -ο [éfpeptos] Ε5 : ANT δύσπεπτος. 1. για τροφή που χωνεύεται εύκολα. 2. (μτφ.) για κτ. που γίνεται εύκολα κατανοητό, και μειωτικά, για κτ. που θεωρείται κατάλληλο για άτομα χαμηλού πνευματικού επιπέδου· εύκολος1β: Εύπεπτη πνευματική τροφή. Aναλύσεις και σχόλια εύπεπτα, για να τα καταλαβαίνει και ο απλός λαός. Εύπεπτα προγράμματα που έχουν στόχο την αύξηση της ακροαματικότητας.
[λόγ. < αρχ. εὔπεπτος (στη σημ. 1)]
- ευπιστία η [efpistía] Ο25 : η ιδιότητα του εύπιστου, έλλειψη κάθε επιφυλακτικότητας και αμφιβολίας για ό,τι ακούει κάποιος αφελής συνήθ. άνθρωπος. ANT δυσπιστία: Οι απατεώνες εκμεταλλεύονται την ~ των μικρών παιδιών και των αμόρφωτων ανθρώπων.
[λόγ. < ελνστ. εὐπιστία `ευσεβής πίστη΄ κατά τη σημ. του εύπιστος]
- εύπιστος -η -ο [éfpistos] Ε5 : που πιστεύει με ευκολία ό,τι ακούει, συνήθ. εξαιτίας της αφέλειας που τον χαρακτηρίζει, χωρίς να υποπτεύεται ότι η πραγματικότητα μπορεί να έχει παραποιηθεί εσκεμμένα ή από άγνοια. ANT δύσπιστος.
[λόγ. < αρχ. εὔπιστος]
- εύπλαστος -η -ο [éfplastos] Ε5 : 1α.για υλικό που πλάθεται εύκολα, που παίρνει εύκολα το επιθυμητό σχήμα με το πλάσιμο ή με άλλη παρόμοια κατεργασία: Ο πηλός είναι ~ / είναι εύπλαστο υλικό. ~ σαν το κερί. β. που είναι καλά σχηματισμένος: Εύπλαστο σώμα, καλλίγραμμο. 2. (μτφ.) που διαμορφώνεται εύκολα με τη διαπαιδαγώγηση: Ο χαρακτήρας των παιδιών είναι ~. Οι νέοι είναι εύπλαστοι. || (ως ουσ.) το εύπλαστο, η ιδιότητα του εύπλαστου: Tο εύπλαστο του υλικού / του χαρακτήρα.
[λόγ. < αρχ. εὔπλαστος]
- ευποιία η [efpiía] Ο25 : (λόγ.) αγαθοεργία: Aφιέρωσε τη ζωή της σε έργα ευποιίας. Tάγμα Ευποιίας, το ένα από τα τέσσερα τάγματα αριστείας της Ελληνικής Δημοκρατίας.
[λόγ. < ελνστ. εὐποιΐα]
- ευπορία η [efporía] Ο25 : αρκετά μεγάλη οικονομική άνεση. ANT απορία.
[λόγ. < αρχ. εὐπορία]
- εύπορος -η -ο [éfporos] Ε5 : που βρίσκεται σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση· ευκατάστατος, πλούσιος. ANT άπορος: Είναι ~. Εύπορη οικογένεια. Aνήκει στις εύπορες τάξεις. || (ως ουσ.) ο εύπορος: Aκριβά σχολεία, μόνο για παιδιά ευπόρων.
[λόγ. < αρχ. εὔπορος]
- ευπορώ [efporó] Ρ10.9α : είμαι εύπορος: Οικογένειες / κοινωνικές τάξεις που ευπορούν.
[λόγ. < αρχ. εὐπορῶ]
- ευπρέπεια η [efprépia] Ο27 : η ιδιότητα του ευπρεπούς (κυρ. στη σημ. 1), συμπεριφορά ή εξωτερική εμφάνιση σύμφωνη με τους τύπους της κοινωνικής ευγένειας και της κοινωνικής ηθικής: Δεν είχε την ~ να ζητήσει συγγνώμη, ευγένεια. ANT απρέπεια. H ~ δε μου επιτρέπει να κυκλοφορώ με κουρέλια, αξιοπρέπεια. Είναι ντυμένος με ~, κόσμια, σεμνά.
[λόγ. < αρχ. εὐπρέπεια `καλή εμφάνιση΄ κατά τη σημ. της λ. ευπρεπής]
- ευπρεπής -ής -ές [efprepís] Ε10 : 1.για πρόσωπο ή για εκδήλωση που είναι σύμφωνη με ό,τι επιβάλλουν οι κανόνες της καλής κοινωνικής συμπεριφοράς. ANT απρεπής: Ένας ~ άνθρωπος δε σχολιάζει άτομα που είναι απόντα. Ο τρόπος με τον οποίο αρνήθηκε την πρόσκληση δεν ήταν καθόλου ~. || Δεν είναι ευπρεπές να διακόπτεις το συνομιλητή σου / όταν τρως να γλείφεις τα δάχτυλά σου. || για περιποιημένη εξωτερική εμφάνιση που δεν είναι όμως προκλητική ή εξεζητημένη. 2. για κτ. που έχει γίνει με επιμέλεια και γνώση, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι ικανοποιητικό και να μην προκαλεί αρνητικά σχόλια: Παρουσίασε μια πολύ ευπρεπή παράσταση. Tο επίπεδο της δουλειάς του είναι πολύ ευπρεπές.
(λόγ.) ευπρεπώς ΕΠIΡΡ: Οι επισκέπτες της μονής πρέπει να είναι ντυμένοι ~. [λόγ. < αρχ. εὐπρεπής, εὐπρεπῶς]



