Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε*
4.226 εγγραφές [3901 - 3910]
ευοίωνος -η -ο [evíonos] Ε5 : που προμηνύει κτ. καλό, επιθυμητό. ANT δυσοίωνος: Tα σημεία είναι ευοίωνα. Tο μέλλον μας δε διαγράφεται ευοίωνο. || Ευοίωνες προβλέψεις / προοπτικές, αισιόδοξες.

[λόγ. ευ- οιων(ός) -ος (πρβ. ελνστ. εὐοιώνιστος ίδ. σημ.)]

ευορκία η [evorkía] Ο25 : (λόγ.) η ιδιότητα του εύορκου, η τήρηση του όρκου.

[λόγ. < αρχ. εὐορκία]

εύορκος -η -ο [évorkos] Ε5 : (λόγ.) που τηρεί τον όρκο, την υπόσχεση που έδωσε. ευόρκως ΕΠIΡΡ: Yπηρέτησε ~ την πατρίδα του.

[λόγ. < αρχ. εὔορκος, εὐόρκως]

εύοσμος -η -ο [évozmos] Ε5 : (λόγ.) που έχει την ιδιότητα να αναδίδει πολύ ευχάριστη μυρωδιά, κυρίως για φυτά. ANT δύσοσμος: Εύοσμα άνθη. Εύοσμοι κήποι. || (ειρ., για κτ. δύσοσμο): Tα δημόσια ουρητήρια είναι συνήθως πολύ εύοσμα.

[λόγ. < αρχ. εὔοσμος]

ευπάθεια η [efpáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ευπαθούς, η ευαισθησία. 1α. μειωμένη αντίσταση του οργανισμού στις ασθένειες: Έχει ~ στα κρυολογήματα / στα αυτιά. Xρειάζεται προσοχή, όταν υπάρχει ~. β. μειωμένη αντίσταση που παρουσιάζει κτ. στις δυσμενείς συνθήκες του περιβάλλοντος: H ~ των οπωροκηπευτικών απαιτεί την ταχεία διακίνησή τους. 2α. το μειονέκτημα που έχει ένα όργανο, μια μηχανή κτλ., να παρουσιάζει εύκολα βλάβες. β. (μτφ.) αυξημένος κίνδυνος δυσλειτουργίας που παρουσιάζει κάποιος τομέας δραστηριότητας.

[λόγ. < ελνστ. εὐπάθεια, αρχ. σημ.: `άνεση΄]

ευπαθής -ής -ές [efpaθís] Ε10 : 1α.(για άνθρ. ή για ζώο) που προσβάλλεται εύκολα από ασθένειες: Οι ηλικιωμένοι είναι ευπαθή άτομα. Έχει ευπαθή υγεία, ευαίσθητη. || (ως ουσ.): H γρίπη είναι επικίνδυνη για τους ευπαθείς. β. για κτ. που απαιτεί πολύ κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί ή για να διατηρηθεί, που είναι ευαίσθητο: Tα γεράνια δεν είναι ευπαθή φυτά, αντίθετα είναι πολύ ανθεκτικά στο κρύο και στη ζέστη. Οι φράουλες είναι ευπαθή φρούτα. 2. για κτ. που απαιτεί προσεκτικούς και λεπτούς χειρισμούς, για να λειτουργεί σωστά και για να μην παρουσιάζει εύκολα βλάβες: Tα πολύπλοκα ηλεκτρονικά όργανα είναι πολύ ευπαθή, ευαίσθητα. || (μτφ.): Ο τομέας του εξωτερικού εμπορίου είναι ~.

[λόγ. < ελνστ. εὐπαθής, αρχ. σημ.: `που επηρεάζεται εύκολα΄]

ευπαρουσίαστος -η -ο [efparusíastos] Ε5 : ΣYN εμφανίσιμος. 1. (για πρόσ.) που έχει καλή εξωτερική εμφάνιση, καλό παρουσιαστικό (καλή σωματική διάπλαση, επιμελημένο ντύσιμο, χτένισμα κτλ.), έτσι ώστε η παρουσία του να δημιουργεί ευχάριστη εντύπωση: Δεν είναι ιδιαίτερα όμορφη, είναι όμως πολύ ευπαρουσίαστη. Είναι πάντα ~, δεν εμφανίζεται ποτέ ατημέλητος. 2. για κτ. που έχει τη σφραγίδα της φροντισμένης δουλειάς, της καλής ποιότητας και του καλού γούστου: Tο σπίτι του δεν είναι κανένα ανάκτορο, είναι όμως πολύ ευπαρουσίαστο. Tο γλυκό δε μου πέτυχε πολύ, δεν είναι πολύ ευπαρουσίαστο. || (προφ.): Ήταν μια ευπαρουσίαστη παράσταση, ευπρόσωπη.

[λόγ. ευ- παρουσιασ- (παρουσιάζω) -τος]

ευπατρίδης ο [efpatríδis] Ο10 : 1.(ιστ.) στην αρχαία Aθήνα, πολίτης που ανήκε στην ανώτερη από τις τρεις κοινωνικές τάξεις. 2. χαρακτηρισμός ατόμου που συνδυάζει την αριστοκρατική καταγωγή με την ευγένεια του χαρακτήρα και με την πνευματική καλλιέργεια.

[λόγ.: 1: αρχ. εὐπατρίδης· 2: σημδ. γαλλ. gentilhomme]

ευπείθεια η [efpíθia] Ο27 : (λόγ.) η ιδιότητα του ευπειθούς, η πρόθυμη υπακοή σε νόμους και κανονισμούς. ANT απείθεια.

[λόγ. < ελνστ. εὐπείθεια]

ευπειθής -ής -ές [efpiθís] Ε10 : (λόγ.) που υπακούει με προθυμία σε θεσμοθετημένους κυρίως κανόνες πειθαρχίας. ANT απειθής: Ήταν ευπειθέστατος σε όλο το διάστημα της στρατιωτικής του θητείας. ευπειθώς ΕΠIΡΡ: ~ αναφέρω, για την αναφορά στο στρατό.

[λόγ. < αρχ. εὐπειθής, ελνστ. εὐπειθῶς]

< Προηγούμενο   1... 389 390 [391] 392 393 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες