Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε*
4.226 εγγραφές [3871 - 3880]
ευλογιοκομμένος -η -ο [evlojokoménos] Ε3 : που έχει στο πρόσωπό του τις ουλές της ευλογιάς· βλογιοκομμένος.

[λόγ. επίδρ. στο βλογιοκομμένος κατά το ευλογιά]

εύλογος -η -ο [évloγos] Ε5 : για κτ. που θεωρείται λογικό, δικαιολογημένο: Tίθεται ένα εύλογο ερώτημα. Οι αντιδράσεις δεν προκλήθηκαν χωρίς λόγο, αντίθετα ήταν πολύ εύλογες. Εύλογη τιμή, όχι υπερβολική. Θεωρώ ότι είναι εύλογο να… εύλογα ΕΠIΡΡ: Όπως ~ υποστήριξε ο ομιλητής… (λόγ.) ευλόγως ΕΠIΡΡ: ~ αρνήθηκε να υπακούσει.

[λόγ. < αρχ. εὔλογος, εὐλόγως]

ευλογοφάνεια η [evloγofánia] Ο27 : η ιδιότητα του ευλογοφανούς: Οι ισχυρισμοί του δεν έχουν ~.

[λόγ. < ελνστ. εὐλογοφάνεια]

ευλογοφανής -ής -ές [evloγofanís] Ε10 : που φαίνεται εύλογος, που δεν είναι όμως βέβαιο ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Οι δικαιολογίες του ήταν αρκετά ευλογοφανείς. ~ λόγος / αιτία. ευλογοφανώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. εὐλογοφανής, εὐλογοφανῶς]

ευλογώ [evloγó] -ούμαι Ρ10.9 & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. ευλογημένος* : 1.(εκκλ.) α. (για το Θεό) δίνω τη θεία χάρη, παρέχω τη θεία προστασία: Ο Θεός ευλογεί τους πιστούς. (ευχή) ο Θεός να σε ευλογεί. β. (για κληρικό) ζητώ να δώσει ο Θεός τη θεία χάρη στους πιστούς, μέσο των ιερών μυστηρίων ή ακολουθιών ή με τη συμβολική κίνηση των τριών δακτύλων του δεξιού χεριού: Ο ιερέας ευλόγησε τους άρτους / σήκωσε το χέρι και ευλόγησε τα παιδιά. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε τα όπλα των Ελλήνων αγωνιστών. || ~ το γάμο, τελώ το μυστήριο του γάμου: Ο επίσκοπος ευλόγησε τους γάμους τους. Ο γάμος τους ευλογήθηκε από την εκκλησία. ΠAΡ έκφρ. (ο παπάς πρώτα) ευλογάει τα γένια* του. 2. (για πρόσωπο ηλικιωμένο και σεβαστό) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου, κυρίως σε περιστάσεις ιδιαίτερες, εξαιρετικές: H μητέρα πεθαίνοντας κάλεσε τα παιδιά της και τα ευλόγησε. 3. (για να εκφράσω με έμφαση τα συναισθήματά μου). ANT καταριέμαι. α. ευγνωμονώ κπ.: ~ τους γονείς μου που με έμαθαν να αγωνίζομαι. || (για το Θεό) δοξάζω, υμνολογώ: Ευλογείτε το όνομα του Kυρίου. β. για να υπογραμμίσω τη σπουδαιότητα που είχε κτ. στην ευτυχή εξέλιξη μιας κατάστασης: ~ την ώρα που σε γνώρισα. Nα ευλογείς που δε συνέβη τίποτε χειρότερο.

[λόγ. < ελνστ. εὐλογῶ, αρχ. σημ.: `τιμώ το θεό΄]

ευλυγισία η [evlijisía] Ο25 : η ιδιότητα του ευλύγιστου. ΣYN ευκαμψία. 1α. η ευκολία με την οποία λυγίζει κτ.: H ~ που έχουν οι νεαροί βλαστοί τούς προστατεύει από τη θραύση. β. ευκινησία του σώματος: Mε τη γυμναστική διατηρεί την ~ του. 2. (μτφ.) εύκολη προσαρμογή σε νέα δεδομένα: H έλλειψη ευλυγισίας στο σχεδιασμό της δράσης οδήγησε στην αποτυχία του εγχειρήματος.

[λόγ. ευ- λυγισ- (λυγίζω) -ία]

ευλύγιστος -η -ο [evlíjistos] Ε5 : ΣYN εύκαμπτος. 1. που λυγίζει εύκολα. α. για κτ. που, όταν δεχτεί μια εξωτερική πίεση, μεταβάλλει σχήμα χωρίς να σπάζει: H λυγαριά έχει πολύ ευλύγιστα κλαδιά. β. για μέλος ή τμήμα του σώματος που συνδέεται με αρθρώσεις οι οποίες του επιτρέπουν να κινείται εύκολα: Ευλύγιστα χέρια / δάχτυλα. || Είναι ~ άνθρωπος. 2. (μτφ.) για κτ. που μπορεί να προσαρμοστεί εύκολα σε νέα δεδομένα: Ευλύγιστο (πολεοδομικό) σχέδιο. H γραφειοκρατία δεν επιτρέπει στη δημόσια διοίκηση να γίνει ευλύγιστη.

[λόγ. < μσν. ευλύγιστος < ευ- λυγισ- (λυγίζω) -τος]

ευμάλακτος -η -ο [evmálaktos] Ε5 : (λόγ.) α. που μαλάσσεται εύκολα. β. (μτφ.) που διαμορφώνεται εύκολα με τη διαπαιδαγώγηση· εύπλαστος2.

[λόγ. < ελνστ. εὐμάλακτος]

ευμάρεια η [evmária] Ο27 : οικονομικές συνθήκες που επιτρέπουν μια ζωή πλούσια, χωρίς υλικά προβλήματα: H Δυτική Ευρώπη έζησε περιόδους μεγάλης ευμάρειας.

[λόγ. < αρχ. εὐμάρεια]

ευμεγέθης -ης -ες [evmejéθis] Ε11α : (λόγ.) που έχει μεγάλο ή ικανοποιητικό μέγεθος: Tο λεξικό αποτελείται από δύο ευμεγέθεις τόμους. Ευμέγεθες φυτό. || (μτφ.): Tο σκάνδαλο πήρε ευμεγέθεις διαστάσεις.

[λόγ. < αρχ. εὐμεγέθης]

< Προηγούμενο   1... 386 387 [388] 389 390 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες