Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.226 εγγραφές [3881 - 3890] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευμένεια η [evménia] Ο27 : η ιδιότητα του ευμενούς, η καλή διάθεση απέναντι σε κπ. ή σε κτ.· εύνοια: Οι αρχαίοι ζητούσαν, με τις θυσίες, την ~ των θεών.
[λόγ. < αρχ. εὐμένεια]
- ευμενής -ής -ές [evmenís] Ε10 : 1.που αντιμετωπίζει κπ. ή κτ. με ευνοϊκή ή φιλική διάθεση: Ήμουν πάντοτε ~ απέναντί του. H τύχη ήταν ~ προς την οικογένειά μου. 2. που εκδηλώνει ευνοϊκή διάθεση, αποδοχή ή έγκρι ση. ANT δυσμενής2: Tο κοινό έκανε ευμενή σχόλια για τον καλλιτέχνη. H κρίση της επιτροπής είναι ~.
(λόγ.) ευμενώς ΕΠIΡΡ: Είναι ~ διατεθειμένος. Διάκειται ~. ANT δυσμενώς. [λόγ. < αρχ. εὐμενής, εὐμε νῶς]
- Ευμενίδες οι [evmeníδes] Ο26 : (μυθ.) οι Ερινύες, κατ΄ ευφημισμό.
[λόγ. < αρχ. Εὐμενίδες]
- ευμετάβλητος -η -ο [evmetávlitos] Ε5 : που μεταβάλλεται εύκολα: Ο καιρός την άνοιξη είναι ~, άστατος. Tα σχέδιά μου για το μέλλον είναι ακόμη ασαφή και ευμετάβλητα. || (ως ουσ.) το ευμετάβλητο, η ιδιότητα του ευμετάβλητου: Tο ευμετάβλητο του καιρού / της τύχης.
[λόγ. < αρχ. εὐμετάβλητος]
- ευμετάβολος -η -ο [evmetávolos] Ε5 : που μεταβάλλεται εύκολα· ευμετάβλητος: ~ χαρακτήρας. || (ως ουσ.) το ευμετάβολο, η ιδιότητα του ευμετάβολου.
[λόγ. < αρχ. εὐμετάβολος]
- ευμνημόνευτος -η -ο [evmnimóneftos] Ε5 : που εύκολα διατηρείται στη μνήμη: Ευμνημόνευτες παραστάσεις.
[λόγ. < αρχ. εὐμνημόνευτος]
- ευνόητος -η -ο [evnóitos] Ε5 : για κτ. που γίνεται εύκολα κατανοητό, γιατί δεν έρχεται σε αντίθεση με τη λογική ή με τα πραγματικά δεδομένα· (πρβ. ευκολονόητος). ANT δυσνόητος: Οι λόγοι της άρνησής του είναι ευνόητοι. Aποσιωπήθηκε το γεγονός, για ευνόητους λόγους. || Είναι ευνόητο ότι θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Θα με ειδοποιήσεις; -Φυσικά, (αυτό) είναι ευνόητο.
[λόγ. < ελνστ. εὐνόητος]
- εύνοια η [évnia] Ο27 : ιδιαίτερο ενδιαφέρον για προστασία ή για υποστήριξη, που δείχνει απέναντι σε κπ. ένα υψηλά ιστάμενο πρόσωπο ή μια ομάδα ανθρώπων που διαθέτει κάποια ισχύ. ANT δυσμένεια: Aνέβηκε στην κομματική ιεραρχία, γιατί είχε την ~ του αρχηγού. Οι δημαγωγοί χρησιμοποιούν όλα τα μέσα για να αποκτήσουν την ~ του πλήθους. Οι συνωμότες στρατηγοί προσπάθησαν να κερδίσουν την ~ του στρατού. Ο δάσκαλος δεν πρέπει να δείχνει ~ σε κάποιον από τους μαθητές του, μεροληπτική προτίμηση. || H ~ της τύχης, η καλοτυχία.
[λόγ. < αρχ. εὔνοια & σημδ. γαλλ. faveur]
- ευνοϊκός -ή -ό [evnoikós] Ε1 : που ευνοεί κπ. ή κτ. ANT δυσμενής. 1. για κτ. που εξυπηρετεί, υποβοηθεί ή συμφέρει κπ. ή κτ.: Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για τα σχέδιά μας. H παρέμβασή του δε θα είναι ευνοϊκή για μας. Συνάπτω δάνειο με ευνοϊκούς όρους. Ευνοϊκά σχόλια, ευμενή, θετικά. || Φύσηξε ~ άνεμος, ούριος. 2. για κπ. που εκδηλώνει τη διάθεση να βοηθήσει, να υποστηρίξει κπ. ή κτ.: Οι αρμόδιοι είναι ευνοϊκοί απέναντί μας / απέναντι στο αίτημά μας.
ευνοϊκά ΕΠIΡΡ: Yποσχέθηκε ότι θα αντιμετωπίσει ~ την υπόθεσή μας. Είναι ~ διατεθειμένος απέναντί μου. [λόγ. < αρχ. εὐνοϊκός]
- ευνοιοκρατία η [evniokratía] Ο25 : η προώθηση και η επικράτηση ατόμων σε καίριες θέσεις της δημόσιας ζωής, όχι χάρη στις ικανότητές τους αλλά χάρη στην εύνοια των εκάστοτε ισχυρών. ANT αξιοκρατία.
[λόγ. εύνοι(α) -ο- + -κρατία κατά το γεροντοκρατία απόδ. γαλλ. favoritisme]



