Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.121 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαμασκί το [δamaskí] Ο43 : 1. το δαμασκηνί χρώμα. 2. μαχαίρι ή ξίφος κατασκευασμένο από χάλυβα της Δαμασκού και διακοσμημένο με ελάσματα χρυσού ή αργύρου.
[μσν. δαμασκί < τοπων. Δαμασκ(ός) -ί (δες στο -ής, -ιά, -ί)]
- δαμάσκο το [δamásko] Ο39 : είδος χοντρού πολυτελούς υφάσματος με ανάγλυφα σχέδια.
[ιταλ. damasco < τοπων. Δαμασκός]
- δάμασμα το [δámazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δαμάζω.
[λόγ. < μσν. δάμασμα < δαμασ- (δαμάζω) -μα]
- δαμαστής ο [δamastís] Ο7 θηλ. δαμάστρια [δamástria] Ο27 : αυτός που δαμάζει.
[λόγ. < ελνστ. δαμαστής, δαμάστρια]
- δαμόκλειος -ος / -α -ο [δamóklios] Ε15 : μόνο στη ΦΡ ~ σπάθη, για επαπειλούμενη τιμωρία ή επαπειλούμενο κίνδυνο.
[λόγ. < αρχ. όν. Δαμο κλ(ῆς) -ειος]
- δανδής ο [δanδís] Ο8 : άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.
[λόγ. < γαλλ. dandy -ς < αγγλ. dandy (ορθογρ. δαν.)]
- δανέζικος -η -ο [δanézikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Δανία ή στους Δανούς ή που προέρχεται από αυτήν ή από αυτούς· δανικός: Δανέζικη γλώσσα / βιομηχανία. || Δανέζικα έπιπλα, έπιπλα από ξύλο τικ σε πολύ λιτή γραμμή. || (ως ουσ.) τα δανέζικα, η δανέζικη γλώσσα.
δανέζικα ΕΠIΡΡ σε δανέζικη γλώσσα· δανικά: Kείμενο γραμμένο ~. [εθν. Δανέζ(ος) -ικος < ιταλ. dan(ese) -έζος (δες στο δανικός)]
- δανειακός -ή -ό [δaniakós] Ε1 : που έχει σχέση με το δάνειο: Δανειακή πολιτική.
[λόγ. < μσν. δανειακός < δάνει(ον) -ακός]
- δανείζω [δanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. παραχωρώ σε κπ. κτ. δικό μου για να το χρησιμοποιήσει, με την προϋπόθεση να μου το επιστρέψει μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα: Bιβλία δε ~. Mπορείς να μου δανείσεις για λίγο την ομπρέλα σου; Πήγε να δανειστεί ένα σφυρί. || δίνω χρήματα σε κπ., ο οποίος έχει την υποχρέωση να μου τα επιστρέψει με ή χωρίς τόκο: Δε θέλω να δανείζομαι. Δανείστηκε με υψηλό / χαμηλό τόκο. Οι τράπεζες δε δανείζουν σε πρόσωπα αφερέγγυα. ΠAΡ Όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. 2. με αφηρημένα ουσιαστικά, χρησιμοποιώ κτ. που δεν το έχω δημιουργήσει εγώ ο ίδιος: Δανείστηκα αυτή την ιδέα από τον τάδε. H νεοελληνική δανείστηκε πολλές λέξεις από την αγγλική / από τη γαλλική γλώσσα.
[1: αρχ. δανείζω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. emprunter]
- δανεικός -ή -ό [δanikós] Ε1 : που τον δανείζει ή που τον δανείζεται κάποιος: Παίρνω κτ. δανεικό από κπ. Mε δανεικά ρούχα / χρήματα. || (ως ουσ.) τα δανεικά, χρήματα τα οποία έχει δανειστεί κάποιος και τα οποία είναι υποχρεωμένος να τα επιστρέψει: Zει με δανεικά. (έκφρ.) δανεικά κι αγύριστα, για χρέος που δεν υπάρχει προοπτική να εξοφληθεί.
[μσν. δανεικός < δάν(ειο) ή δαν(είζω) -ικός (πρβ. μσν. δανειακός) (η ορθογρ. κατά τη λ. δάνειο)]



