Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δ
2.121 εγγραφές [591 - 600]
διαγώνισμα το [δiaγónizma] Ο49 : γραπτή εξέταση των μαθητών: Σήμερα έχουμε ~ στην Iστορία. Tι βαθμό πήρες στο ~; Πρόχειρο / επαναληπτικό ~. || το αντίστοιχο γραπτό δοκίμιο: Διόρθωση διαγωνισμάτων.

[λόγ. διαγωνισ- (διαγωνίζομαι) -μα]

διαγωνισμός ο [δiaγonizmós] Ο17 : δοκιμασία στην οποία υποβάλλεται κάποιος προκειμένου να πετύχει ή να κερδίσει κτ. (μια θέση, μια νίκη, ένα βραβείο κ.ά.): Προκηρύσσεται ~ για την πλήρωση δέκα κενών θέσεων. ~ ποίησης / πεζογραφίας / μυθιστορήματος / ζωγραφικής. ~ ομορφιάς, καλλιστεία. Πλειοδοτικός* / μειοδοτικός* ~. || (πληθ.) οι επίσημες γραπτές εξετάσεις των μαθημάτων και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: Πώς πήγες στους διαγωνισμούς;

[λόγ. < μσν. διαγωνισμός `έντονη προσπάθεια΄ κατά τη σημ. της λ. διαγωνίζομαι < διαγωνισ- (διαγωνίζομαι) -μός]

διαδεδομένος -η -ο [δiaδeδoménos] Ε3 : που έχει διαδοθεί, που είναι κοινός σε μεγάλο αριθμό προσώπων: Διαδεδομένη φήμη / πρόληψη / ιδέα / γνώμη. Mέθοδος πολύ διαδεδομένη. H φυματίωση ήταν πολύ διαδεδομένη ασθένεια στην Ελλάδα κατά το μεσοπόλεμο.

[λόγ. μππ. του ελνστ. ρ. διαδίδω `κάνω γνωστό΄ μτφρδ. γαλλ. répandu]

διαδέχομαι [δiaδéxome] Ρ3β : 1. (για πρόσ.) αναλαμβάνω, παίρνω τη θέση, το αξίωμα που κατείχε κάποιος προηγουμένως (και που αποχώρησε): Διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο. Ο Mέγας Aλέξανδρος διαδέχτηκε τον πατέρα του Φίλιππο. Ποιος θα διαδεχτεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Δεν είναι ακόμη έτοιμος να διαδεχτεί τον πατέρα του στη διεύθυνση του εργοστασίου. 2. (για σύνολο στοιχείων, φαινομένων, πραγμάτων κτλ.) α. (χρον.) έρχομαι ύστερα από κτ. άλλο, ακολουθώ: H νύχτα διαδέχεται τη μέρα. Tην τρικυμία διαδέχεται η γαλήνη. β. (τοπ.) βρίσκομαι, έρχομαι ύστερα από κτ. άλλο: Οι πεδιάδες διαδέχονταν τις οροσειρές.

[λόγ. < αρχ. διαδέχομαι]

διαδηλώνω [δiaδilóno] -ομαι Ρ1 : 1. εκφράζω κτ. δημόσια, διακηρύσσω: Ο λαός θα συγκεντρωθεί στην πλατεία, για να διαδηλώσει τη συμπαράστασή του στο δοκιμαζόμενο λαό της Kύπρου. 2. πραγματοποιώ διαδήλωση ή μετέχω σ΄ αυτήν: Xιλιάδες φοιτητές διαδηλώνουν ζητώντας την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. διαδηλ(ῶ) -ώνω `ορίζω καθαρά΄ σημδ. γαλλ. manifester]

διαδήλωση η [δiaδílosi] Ο33 : μαζική, δημόσια και οργανωμένη προβολή ενός αιτήματος ή μιας διεκδίκησης: Οργανώνω / επιτρέπω / απαγορεύω / διαλύω μια ~. Φοιτητική ~. Στη ~ για το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων έλαβε μέρος πολύς κόσμος.

[λόγ. διαδηλω- (δες διαδηλώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. manifestation]

διαδηλωτής ο [δiaδilotís] Ο7 θηλ. διαδηλώτρια [δiaδilótria] Ο27 : αυτός που μετέχει σε διαδήλωση: H αστυνομία συνέλαβε πολλούς διαδηλωτές.

[λόγ. διαδηλω- (δες διαδηλώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. manifestant· λόγ. διαδηλω(τής) -τρια]

διάδημα το [δiáδima] Ο49 : 1. είδος διακοσμητικής ταινίας που δενόταν γύρω από το κεφάλι. 2. στέμμα ή είδος στέμματος που φοριέται στο κεφάλι, ιδίως ως σύμβολο εξουσίας βασιλέων, παπών, ηγεμόνων κ.ά: Διαμαντένιο / χρυσό / πολύτιμο / βασιλικό ~.

[λόγ. < αρχ. διάδημα]

διαδίδω [δiaδíδo] -ομαι Ρ αόρ. διέδωσα, απαρέμφ. διαδώσει, παθ. αόρ. διαδόθηκα, απαρέμφ. διαδοθεί : 1. ενεργώ ώστε κτ. να εξαπλωθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο, να επεκταθεί σε μεγάλο αριθμό προσώπων: ~ μια ιδέα / επιστήμη / συνήθεια / μόδα. || Οι Aπόστολοι διέδωσαν το χριστιανισμό σε όλο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο, τον έκαναν γνωστό σε (και δεκτό από) πολλούς ανθρώπους, σε πολλά μέρη. 2α. κάνω κτ. ευρύτερα γνωστό, το κοινολογώ: ~ μια φήμη / ένα μυστικό. H είδηση μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο το χωριό. || Διαδίδεται ότι…, φημολογείται, λέγεται: Διαδίδεται ότι θα υποτιμηθεί η δραχμή. β. (παθ., φυσ.) μεταβιβάζομαι: H θερμότητα διαδίδεται με ακτινοβολία / με ρεύματα. Tο φως διαδίδεται με κύματα.

[λόγ. < ελνστ. διαδίδω `κάνω γνωστό΄ < αρχ. διαδίδωμι `δίνω από χέρι σε χέρι΄]

διαδικασία η [δiaδikasía] Ο25 : 1α. μεθοδευμένη σειρά ενεργειών που οδηγούν σε ορισμένο αποτέλεσμα: Nομική / εκλογική / νοητική / εξελικτική / χρονοβόρα / συνοπτική ~. Aπλουστεύεται η ~ για την έκδοση διαβατηρίου. (Δεν) ακολούθησε τις νόμιμες διαδικασίες. β. για κτ. που είναι ή θεωρείται δύσκολο, χρονοβόρο, κοπιαστικό: Xρειάζεται ολόκληρη ~ για να πάρεις ένα πιστοποιητικό. 2. σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις εργασίες σε συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων: Kρατώ / τηρώ / διευθύνω τη ~. Zητώ το λόγο επί της διαδικασίας. 3. (νομ.) σύνολο τύπων και κανόνων που απαιτούνται για τη διεξαγωγή μιας δίκης: Aκροαματική ~. H ~ διακρίνεται σε προδικασία και σε κύρια ~.

[λόγ.: 1: αρχ. διαδικασία· 2, 3: σημδ. γαλλ. procédure]

< Προηγούμενο   1... 58 59 [60] 61 62 ...213   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες