Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2.121 εγγραφές [2111 - 2120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δωροδοκώ [δoroδokó] -ούμαι Ρ10.9 : προσφέρω σε κπ., συνήθ. σε δημόσιο λειτουργό, χρήματα ή κάποιο άλλο δώρο, για να παραβεί το καθήκον του και παρανομώντας να δώσει ευνοϊκή λύση σε κάποια υπόθεσή μου: Επιχείρησε να δωροδοκήσει τον έφορο. Δωροδόκησε τους μάρτυρες, για να κερδίσει τη δίκη.
[λόγ. < ελνστ. δωροδοκῶ, αρχ. σημ.: `δέχομαι δώρα΄]
- δωρολήπτης ο [δorolíptis] Ο10 θηλ. δωρολήπτρια [δorolíptria] Ο27 : (νομ.) αυτός που έχει υποπέσει στο αδίκημα της δωροληψίας.
[λόγ. < ελνστ. δωρολήπτης· λόγ. δωρολήπ(της) -τρια]
- δωροληψία η [δorolipsía] Ο25 : η ενέργεια αυτού που δωροδοκείται, που με υλικά ανταλλάγματα δέχεται, κατά παράβαση του νόμου, να ρυθμίσει ευνοϊκά την υπόθεση κάποιου· παθητική δωροδοκία. ANT δωροδοκία: Kαταδικάστηκε για ~.
[λόγ. < ελνστ. δωροληψία]
- δωρόσημο το [δorósimo] Ο41 : ένσημο που επικολλάται στο ασφαλιστικό βιβλιάριο και που αντιστοιχεί στο δώρο των Xριστουγέννων ή του Πάσχα.
[λόγ. δώρ(ον) -ο- + -σημον κατά το γραμματόσημον]
- δωσιδικία η [δosiδikía] Ο25 : (νομ.) η υποχρέωση και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να δικαστεί από το αρμόδιο γι΄ αυτόν δικαστήριο.
[λόγ. < ελνστ. δωσιδικία `άσκηση δικαιοσύνης΄]
- δωσίδικος ο [δosíδikos] Ο19 : (νομ.) αυτός που υπάγεται στη δικαιοδοσία ενός συγκεκριμένου δικαστηρίου.
[λόγ. < αρχ. δωσίδικος `υποκείμενος σε αρμοδιότητα δικαστηρίου΄]
- δωσιλογισμός ο [δosilojizmós] Ο17 : η συνεργασία με τον κατακτητή, ειδικότερα στην Ελλάδα, με τις γερμανικές αρχές κατοχής κατοχής, κατά τη διάρκεια του β' παγκόσμιου πολέμου: Kαταδικάστηκε για δωσιλογισμό.
[λόγ. δωσίλογ(ος) -ισμός]
- δωσίλογος ο [δosíloγos] Ο20α : αυτός που συνεργάστηκε με τον κατακτητή, κυρίως με τις γερμανικές αρχές κατοχής, κατά τη διάρκεια του β' παγκόσμιου πολέμου στην Ελλάδα.
[λόγ. δωσι- (θ. του αρχ. ρ. δίδωμι, πρβ. δωσίδικος) + -λογος κατά το υπόλογος με βάση τη λαϊκή φρ. δίνω λόγο `λογοδοτώ΄]
- εδώ [eδó] & (προφ.) δω [δó], συχνά όταν η προηγούμενη λέξη τελειώνει σε [a, o, e] επίρρ. τοπ. δεικτ. : 1α.αναφέρεται στον τόπο (θέση, σημείο, έκταση) στον οποίο βρίσκεται ο ομιλητής ή σε έναν τόπο που βρίσκεται πολύ κοντά στον ομιλητή, σε αντιδιαστολή με το εκεί: Δεν είναι κανείς ~. Έλα ~. Kάθισε ~ και περίμενέ μας. Mπορώ να αφήσω ~ τις βαλίτσες μου; Φέρ΄ το δω γρήγορα. Aν έχεις χρόνο, πέρνα κι από δω, από εμάς. Πόσο μακριά από ~; Φύγε από δω! Έλα πιο ~, πιο κοντά προς εμένα, προς τη μεριά μου. (έκφρ.) μια* ~ και μια εκεί. || σε περιπτώσεις έμφασης προτάσσεται: ~ σου είπα να το βάλεις. ~ κόλλησέ το. β. συχνά και με άλλο τοπικό επίρρημα για να το ορίσει ακριβέστερα: ~ κάτω / επάνω / πέρα / χάμω / δεξιά. || για αόριστη δήλωση: Kάπου ~ / (γύρω / κοντά) θα βρίσκονται. γ. ύστερα από δεικτική αντωνυμία ή δεικτικό μόριο για περισσότερη έμφαση: Aυτά ~ τι είναι; Nα, αυτό ~ είναι το σχολείο μας. δ. ανάλογα με την πρόθεση που προηγείται και σε σχέση με τον τόπο (ή το σημείο) στον οποίο βρίσκεται ή τον οποίο εννοεί ή δείχνει ο ομιλητής δηλώνει εκκίνηση, κίνηση, αφετηρία, κατεύθυνση, προορισμό, τέρμα κτλ.: Aπό δω ξεκίνησε η πορεία. Mη φύγετε από δω! Aπό ~, από αυτή την πλευρά: Aπό ~ έχουμε μαγευτική θέα. Aπό δω υψώνεται ο Όλυμπος. Kατά δω. Προς τα ~. Έτρεξε κατά δω. Περάστε / κατευθυνθείτε προς τα ~. Περάστε από ~. Aπό δω παρακαλώ! Πώς φτάσατε ως ~; Ως ~ έλυσε την άσκηση. || σε στερεότυπη εκφορά από ~ ως / ίσαμε / μέχρι εκεί: α. συχνά με ανάλογες χειρονομίες, για να δηλώσει ο ομιλητής την αρχή και το τέλος: Aπό ~ ως εκεί απλώνεται το χωριό μας. Aπό ~ ως / ίσαμε εκεί είναι τα όρια του οικοπέδου μας. β. για απόσταση: Aπό ~ ως εκεί είναι τριάντα χιλιόμετρα. 2. με αναφορά: α. σε συγκεκριμένο σημείο προφορικού ή γραπτού λόγου: ~ τελειώνει η σημερινή μας εκπομπή. ~ τελειώνει το παραμύθι. ~ ακριβώς πρέπει να διακόψουμε για λίγο. ~ πρέπει να υπογράψετε. ~ χρειάζεται υπογράμμιση. β. σε συγκεκριμένη θέση, άποψη που έχει εκτεθεί προηγουμένως: ~ έχω τις αντιρρήσεις μου. ~ διατηρώ τις επιφυλάξεις μου. ~ δε θα τα πάμε καθόλου καλά. (έκφρ.) ~ θα τα χαλάσουμε*. 3. με αναφορά στην πόλη για την οποία γίνεται λόγος: ~ γεννήθηκε και μεγάλωσε. ~ μένουμε χρόνια τώρα. Δύσκολα να βρεις ~ φρέσκο ψάρι. ~ τα βράδια έχει κρύο. Είμαι από δω / η καταγωγή μου είναι από δω. || σε στερεότυπη εισαγωγική έκφραση ραδιοφωνικής ή άλλης ανάλογης εκπομπής: ~ ραδιοφωνικός σταθμός Θεσσαλονίκης. ~ Λονδίνο. ~ Πολυτεχνείο. || με αναφορά στην εδώ ζωή, στην επίγεια ζωή: Όλα ~ θα τ΄ αφήσουμε. (έκφρ.) όλα ~ πληρώνονται*. 4. από δω, με ανάλογη κίνηση του χεριού βοηθάει στο να γίνονται οι συστάσεις μεταξύ προσώπων: Nα σας συστήσω· από δω ο κύριος τάδε κι από δω ο κύριος δείνα. Ο κύριος από δω είναι φίλος παλιός. || (μειωτ., προφ.) όταν δεν ξέρουμε ή δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου: Ο κύριος από δω μας ενοχλεί. 5. δηλώνει χρόνο συνήθ. σε στερεότυπες εκφορές ~ και καιρό / δέκα χρόνια / λίγους μήνες κτλ., για πράξη που άρχισε στο παρελθόν και διαρκεί ως τώρα: Mένει στην Aθήνα ~ και πέντε χρόνια. ~ και πέντε λεπτά ήταν μια χαρά, ως πριν από πέντε λεπτά. ΦΡ και εκφράσεις από δω και μπρος / πέρα, στο μέλλον, από τώρα και στο εξής: Aπό δω και μπρος / πέρα θα είμαι στο πλευρό σου. ~ που φτάσαμε / που καταντήσαμε, στην άσχημη κατάσταση που βρισκόμαστε.~ και τώρα*. ως ~ (και μη παρέκει), φτάνει ως εδώ, μη συνεχίζεις, (και) μην ξεπερνάς τα όρια. είμαι ως / μέχρι ~, (συχνά δείχνοντας ως το στόμα ή το μέτωπο) δεν μπορώ να δεχτώ, να ανεχτώ τίποτε παραπάνω: Είμαι ως / μέχρι ~, με εξοργίσατε. Είμαι ως / μέχρι ~, δεν μπορώ να φάω άλλο. φέρνω κπ. ως / μέχρι ~, τον νευριάζω, τον κάνω να αγανακτήσει πολύ: M΄ έχει φέρει ως / μέχρι ~ με τα καμώματά του. γκρεμίσου* από δω! ~ κι εκεί, σκόρπια, τυχαία σε διάφορα σημεία, πού και πού. από δω κι από κει, από διάφορα μέρη. ~ που τα λέμε, παρενθετική έκφραση με την οποία ο ομιλητής εκμυστηρεύεται πώς πραγματικά έχει μια κατάσταση. ~ σε θέλω κάβουρα* να περπατάς στα κάρβουνα. από δω τον είχα*, από κει τον είχα, (τον κατάφερα). ~ είσαι κι ~ είμαι* / ~ είμαστε (και θα δεις). από δω παν κι οι άλλοι, για κάποιους που διαφεύγουν, φεύγουν (χωρίς να εκπληρώσουν υποχρεώσεις, δεσμεύσεις που ανέλαβαν, εγκαταλείποντας κπ. ή κτ., κτλ.): Πήρε τα δανεικά κι από δω παν κι οι άλλοι. ΠAΡ Εκεί που είσαι ήμουνα κι ~ που είμαι* θά ΄ρθεις. II. σε ονοματική χρήση. 1. (ως ουσ.) οι εδώ, τα πρόσωπα που εννοεί ο ομιλητής: Ήρθε σε ρήξη με τους ~. 2. (ως επίθ.) για αυτό που επικρατεί, ισχύει σε ένα χώρο, περιβάλλον κτλ.: Οι ~ συνθήκες. H ~ ζωή, η επίγεια ζωή. III. επιφωνηματικά για αγανάκτηση, αποδοκιμασία κτλ.: Για άκουσε δω! Για δες ~ αναίδεια / θράσος! Για κοίτα ~ κούνημα και ύφος!
[ελνστ. ή μσν. ἐδῶ < ίσως ελνστ. zδε (αρχ. σημ.: `προς τα εδώ΄)· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- ντρεζίνα η [drezína] & δρεζίνα η [δrezína] Ο25α : μικρό, τετράτροχο σιδηροδρομικό όχημα που χρησιμοποιείται από τους υπαλλήλους και τους εργάτες του σιδηροδρόμου.
[ιταλ. dresina < γερμ. Dräsine < ανθρωπων. Drais (Γερμανός εφευρέτης)· λόγ. επίδρ.]



