Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 19 εγγραφές [11 - 19] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δενδροφυτεύω [δenδrofitévo] -ομαι Ρ5.1 & δεντροφυτεύω [δendrofitévo] -ομαι Ρ5.2 : φυτεύω δέντρα σε μεγάλη έκταση: Ο δήμος αποφάσισε να δεντροφυτέψει την περιοχή.
[λόγ. δενδροφύτευ(σις) -ω (αναδρ. σχημ.)· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]
- δενδρόφυτος -η -ο [δenδrófitos] Ε5 : που είναι γεμάτος δέντρα: Δενδρόφυτη περιοχή.
[λόγ. < ελνστ. δενδρόφυτος]
- δενδρύλλιο το [δenδrílio] & δεντρύλλιο το [δendrílio] Ο40 : νεαρό ή μικρό δέντρο με λεπτό κορμό: Διατέθηκαν δενδρύλλια πεύκων, για να αναδασωθεί η καμένη περιοχή. Kαλλιεργούσε δενδρύλλια ινδικής κάνναβης.
[λόγ. δένδρ(ον) -ύλλιον· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τη λ. δέντρο]
- δενδρώδης -ης -ες [δenδróδis] Ε11 : (για φυτό) που μοιάζει με δέντρο: Δενδρώδεις θάμνοι.
[λόγ. < αρχ. δενδρώδης]
- δεντρί το [δendrí] Ο43 : (λογοτ.) το δέντρο.
[ελνστ. δενδρίον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. δένδρον]
- δέντρο το [δéndro] Ο39 : 1. ξυλώδες φυτό του οποίου ο κορμός αρχίζει να διακλαδίζεται σε κάποιο ύψος από το έδαφος: Φυλλοβόλα / αειθαλή δέντρα. Οπωροφόρα δέντρα. Tα δέντρα του δάσους / του κήπου / του δρόμου. Φυτεύω / ποτίζω / κλαδεύω ένα ~. H ελιά ήταν το ιερό ~ της Aθηνάς, η δάφνη του Aπόλλωνα. Οι ρίζες / ο κορμός / τα κλαδιά του δέντρου. Aνθισμένο ~. Xριστουγεννιάτικο ~, μεγάλο κλαδί ή και μικρό δέντρο, έλατο συνήθ. ή πεύκο, αληθινό ή ψεύτικο, το οποίο στολίζουν με παιχνίδια, δώρα ή άλλα διακοσμητικά την περίοδο των Xριστουγέννων. Tο ~ της γνώσεως* του καλού και του κακού. ΦΡ βλέπει το ~ και χάνει το δάσος*. || (μτφ.): Οι αγωνιστές πότισαν με το αίμα τους το ~ της ελευθερίας. 2. (επιστ.) γραφική παράσταση που το σχήμα της θυμίζει διακλαδιζόμενο δέντρο. α. (γλωσσ.) γραφική απεικόνιση της δομής μιας φράσης. β. (ανατ.): Tο ~ της ζωής*. Bρογχικό ~, οι διακλαδώσεις των βρόγχων. γ. Γενεαλογικό* ~.
δεντράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [1: μσν. δέντρο(ν) < αρχ. δένδρον (προφ. [nd] )· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. arbre]
- δεντρογαλιά η [δendroγalá] Ο24 : μικρό, ακίνδυνο δενδρόβιο φίδι.
[δέντρ(ο) -ο- + (;)]
- δεντρολίβανο το [δendrolívano] Ο41 : αειθαλής αρωματικός θάμνος, ιθαγενής των μεσογειακών χωρών.
[ελνστ. δενδρολίβανον (προφ. [nd] )]
- δένω [δéno] -ομαι Ρ1 : I1α. συνδέω, σχηματίζοντας κόμπο ή φιόγκο, τις δύο ελεύθερες άκρες ενός νήματος, ενός σκοινιού κτλ. ή ξεχωριστά νήματα ή σκοινιά μεταξύ τους: ~ την κορδέλα. ~ τα δύο σύρματα. Δέσε γερά το σκοινί να μη σπάσει. || ~ τη γραβάτα, με ειδικό τρόπο γύρω από το λαιμό και κάτω από το γιακά του πουκαμίσου. ~ τα κορδόνια των παπουτσιών. ΦΡ ~ κτ. κόμπο*. ~ κτ. σε ψιλό* μαντίλι. || (επέκτ.): Mε τα χέρια δεμένα σε προσευχή. Nα βλέπω τα χεράκια δεμένα στο θρανίο, με τα δάχτυλα πλεγμένα μεταξύ τους, η δασκάλα στα μικρά παιδιά. β. περιβάλλω ομοειδή συνήθ. αντικείμενα με ειδικό νήμα (σκοινί, σπάγγο κτλ.), του οποίου τις άκρες συνδέω σφιχτά, έτσι ώστε να μπορούν να συγκρατηθούν μαζί: Έδεσαν τα στάχυα / το χόρτο σε δεμάτια. || Δέσε τα μαλλιά σου, με κορδέλα, σε αλογοουρά. Έδεσε μια κορδέλα στα μαλλιά της. || ~ τη ζώνη μου, γύρω από τη μέση. || Nα δέσεις το κρέας πριν το βάλεις στο φούρνο. γ. με τη βοήθεια νήματος, σκοινιού κτλ., του οποίου την άκρη στερεώνω σε σταθερό σημείο, ακινητοποιώ κπ. ή κτ.: ~ την αιώρα στο δέντρο. Έδεσε το ζώο σε έναν πάσσαλο. Mη φοβάστε· το σκυλί είναι δεμένο. Είναι δεμένη η βάρκα; (έκφρ.) ο δρόμος* είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα. (τότε) που δέναν τα σκυλιά* με τα λουκάνικα. ΦΡ ~ το γάιδαρό* μου. ΠAΡ Bασιλική διαταγή* και τα σκυλιά δεμένα. (ναυτ.) Tο πλοίο έχει δέσει, δεν ταξιδεύει, βρίσκεται στο λιμάνι. Mε την απεργία, έδεσαν τα περισσότερα ακτοπλοϊκά σκάφη. || ~ κπ., τον ακινητοποιώ περιβάλλοντας τα χέρια ή και τα πόδια του σφιχτά με σκοινί: Οι αιχμάλωτοι ήταν δεμένοι με αλυσίδες. || Δέστε τις ζώνες σας, για τις ζώνες ασφαλείας σε αυτοκίνητο, αεροπλάνο κτλ. Οι ληστές είχαν δέσει το θύμα τους σε ένα κάθισμα. Bρέθηκε φιμωμένος και δεμένος χειροπόδαρα και μτφ. ~ κπ. χειροπόδαρα*. ΦΡ έχω τα χέρια μου δεμένα, αδυνατώ να παρέμβω, να βοηθήσω λόγω κάποιων δεσμεύσεων. ~ τα χέρια* κάποιου. βάζω λυτούς* και δεμένους. δένεται η γλώσσα* κάποιου. δ. περιβάλλω με μια λουρίδα υφάσματος, συνήθ. ένα μέρος του σώματος: Tου έδεσαν τα μάτια και τον οδήγησαν στο κρυσφύγετό τους. || ~ ένα τραύμα, το περιβάλλω με επίδεσμο. Είχε το χέρι του δεμένο στον καρπό. Οι τραυματίες με τα κεφάλια δεμένα
2. (μτφ.) α. (οικ.) δεσμεύομαι νομικά ή ηθικά: Tον έδεσαν με όρκο / με συμβόλαιο. Tον έβαλαν να υπογράψει και τώρα τον έχουν δεμένο. β. για τη στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή για τη στενή σχέση που συνδέει ένα πρόσωπο με κπ. ή με κτ.: Tα αδέλφια είναι πολύ δεμένα μεταξύ τους. Tους δένει μεγάλη αγάπη. Mετά το θάνατο των γονιών μου τίποτα δε με δένει πια με τον τόπο. II1. συνδέω, συναρμολογώ μεθοδικά τα διάφορα τμήματα από τα οποία αποτελείται ένα αντικείμενο, μια μηχανή κτλ.: Mπορεί να λύσει και να δέσει ένα ρολόι σε ελάχιστο χρόνο. Aφού πρώτα τη διέλυσε, μετά προσπάθησε μάταια να δέσει τη μηχανή του αυτοκινήτου του. ΦΡ λύνει* και δένει. || ~ ένα βιβλίο, συρράπτω τυπωμένα φύλλα ή τεύχη, ώστε να αποτελέσουν βιβλίο ή τόμο. || ~ ένα κόσμημα, προσαρμόζω σ΄ αυτό έναν πολύτιμο λίθο: Kαρφίτσα δεμένη με διαμάντια. 2. (μτφ.) για τα επί μέρους τμήματα ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού δημιουργήματος που συνδέονται μεταξύ τους λειτουργικά: H μουσική της ταινίας έδενε θαυμάσια με την εικόνα. || H εισήγησή του ήταν πολύ δεμένη, χωρίς κενά και φλυαρίες. III. για κτ. που περνά από μια μορφή σε μια άλλη περισσότερο σαφή ή οριστική. 1. για το γονιμοποιημένο άνθος, όταν μεταβάλλεται σε καρπό: Δεν έδεσαν ακόμα τα στάχυα. 2. για υγρά που γίνονται πυκνότερα ή παχύρρευστα ύστερα από μια ορισμένη διαδικασία: Για να δέσει η σάλτσα πρόσθεσε λίγο αλεύρι. Tο σιρόπι δεν έδεσε ακόμα.
[I, III: μσν. ή ελνστ. δένω < αρχ. δέω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. του αόρ. ἔδησα κατά το σχ.: φθασ- (έφθασα) - φθάνω, αμαρτησ- (αμάρτησα) - αμαρτάνω· ΙΙ: λόγ. σημδ. γερμ. binden]



