Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διδασκαλείο το [δiδaskalío] Ο39 : σχολή για τη μετεκπαίδευση δασκάλων ή καθηγητών και παλαιότερα για την εκπαίδευση δασκάλων.
[λόγ. < αρχ. διδασκαλεῖον `σχολείο΄ (με σφαλερή επέκτ. της σημ.) σημδ. γαλλ. école normale primaire]
- διδασκαλία η [δiδaskalía] Ο25 : 1α. εκπαιδευτική διαδικασία με την οποία γίνεται η μετάδοση γνώσεων, κυρίως από το δάσκαλο στο μαθητή: Θα καθιερωθεί / εισαχθεί η ~ της πληροφορικής στα σχολεία. Σκοπός και μέθοδος της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών / των μαθηματικών. || νουθεσία. (έκφρ.) άρχισε πάλι τις διδασκαλίες / να αφήσεις τις διδασκαλίες, κουραστικές ή και άχρηστες συμβουλές. || μέθοδος, τρόπος διδασκαλίας: H ~ του γοήτευε τους μαθητές του. β. ~ ενός θεατρικού έργου, προετοιμασία για την παράσταση ενός έργου, κυρίως αρχαίου δράματος. 2. το σύνολο των θέσεων που πρεσβεύει μια θρησκεία ή ένα φιλοσοφικό σύστημα: H χριστιανική ~ / η ~ του Xριστού. H ~ του Σωκράτη.
[λόγ. < αρχ. διδασκαλία]
- διδασκαλικός -ή -ό [δiδaskalikós] Ε1 : που έχει σχέση με το δάσκαλο: Tο διδασκαλικό επάγγελμα. Διδασκαλική Ομοσπονδία.
[λόγ. < αρχ. διδασκαλικός]
- διδάσκαλος ο [δiδáskalos] Ο19 θηλ. διδασκάλισσα [δiδaskálisa] Ο27 : (λόγ.) δάσκαλος. || Οι Διδάσκαλοι του Γένους, λόγιοι, κληρικοί ή λαϊκοί που με το έργο τους διαφώτισαν και δίδαξαν το υπόδουλο γένος, κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. διδάσκαλος· λόγ. < μσν. διδασκάλισσα < διδάσκαλ(ος) -ισσα]
- διδάσκω [δiδásko] -ομαι Ρ3 : 1. μεταδίδω γνώσεις σε κπ., κυρίως για δάσκαλο ή για καθηγητή που ακολουθώντας μια διδακτική μέθοδο μεταδίδει σε μαθητή συστηματοποιημένες γνώσεις από έναν τομέα της επιστήμης ή της τέχνης: ~ ιστορία / φυσική στο γυμνάσιο / στην τρίτη τάξη του λυκείου. Δίδαξε τους μαθητές της πρώτης τάξης το μάθημα της ιστορίας / ιστορία. Tα λατινικά δε διδάσκονται στο γυμνάσιο. Οι μαθητές δε διδάχτηκαν όλη την ύλη. Εξετάστηκαν σε διδαγμένη ύλη. ANT αδίδακτη. || Δίδαξε πολλά χρόνια σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, εργάστηκε ως εκπαιδευτικός. (απαρχ. έκφρ.) γηράσκω* αεί διδασκόμενος. ΠAΡ Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, για κπ. που ενώ υποδεικνύει στους άλλους τι πρέπει να κάνουν, ο ίδιος κάνει το εντελώς αντίθετο. || (μπε. ως ουσ.) οι διδασκόμενοι, μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές. 2. δίνω ένα δίδαγμα. α. αναπτύσσω μια ηθική ή φιλοσοφική θεωρία ή κηρύσσω θρησκευτικές αρχές: Ο Xριστός δίδαξε την αγάπη. Ο Σωκράτης δίδαξε την αυτογνωσία. β. νουθετώ, δίνω σε κπ. συμβουλές που είναι καταστάλαγμα της πείρας μου: Οι γονείς μου μου δίδαξαν ότι πρέπει να αγωνίζομαι στη ζωή. || (με αφηρ. ουσ.) για κτ. από το οποίο μπορούμε να πάρουμε διδακτικά παραδείγματα ή εμπειρίες: H ιστορία μάς διδάσκει ότι χωρίς εθνική ενότητα δεν κερδίζουμε την ανεξαρτησία μας. Πολλά μου δίδαξε η ζωή. Δε διδάχτηκε από τα σφάλματά του. 3. προετοιμάζω και ανεβάζω στη σκηνή ένα θεατρικό έργο, κυρίως αρχαίο δράμα.
[λόγ. < αρχ. διδάσκω]
- διδάσκων -ουσα -ον [δiδáskon] Ε12 : (λόγ., κυρ. ως ουσ.) αυτός που διδάσκει, δάσκαλος ή καθηγητής: Διδάσκοντες και διδασκόμενοι συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία.
[λόγ. μεε. του ρ. διδάσκω]



