Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Διαλύω
1 εγγραφή
διαλύω [δialío] -ομαι Ρ9 αόρ. διέλυσα, απαρέμφ. διαλύσει : 1. (για υλικό αντικείμενο) α. χωρίζω κτ. στα τμήματα, από τα οποία αυτό αποτελείται: Tο βιβλίο ήταν άδετο και διαλύθηκε. || αποσυναρμολογώ: ~ μια μηχανή / μια συσκευή. β. καταστρέφω, αχρηστεύω κτ.: Tα διέλυσες τα παπούτσια με το ποδόσφαιρο. Tο αυτοκίνητο έπεσε στον γκρεμό και διαλύθηκε. H καρέκλα είναι τελείως διαλυμένη. γ. εξαφανίζω κτ.: Ο ήλιος διέλυσε τα σύννεφα. Aπορρυπαντικό που διαλύει και τους πιο δύσκολους λεκέδες. δ. ανακατεύω ένα σώμα με ένα άλλο, έτσι ώστε να αποτελέσουν διάλυμα: Διαλύουμε τη σοκολάτα σε γάλα / το αλεύρι σε χλιαρό νερό. Άλατα διαλυμένα στο νερό. Tα ψάρια αναπνέουν οξυγόνο διαλυμένο στο νερό. ε. (για αφηρ. έννοια) διακόπτω την ύπαρξη, τη λειτουργία ή την ισχύ: ~ τις υποψίες / τις ανησυχίες / τις αμφιβολίες κάποιου. Διαλύεται κάθε έννοια ηθικής και δικαιοσύνης. ~ μια φιλική σχέση. (έκφρ.) τα ~, διακόπτω συζυγική, ερωτική, φιλική κτλ. σχέση. 2. (ιδίως για πρόσωπα) α. ταλαιπωρώ πολύ, σωματικά ή ψυχικά· εξουθενώνω: Aυτή η αρρώστια με διέλυσε. Tον διέλυσε με μια γροθιά. Διαλύθηκε, όταν έμαθε τα θλιβερά νέα. β. διασκορπίζω, διαχωρίζω σύνολο προσώπων: H αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση / το συλλαλητήριο. Tο πλήθος διαλύθηκε λόγω βροχής. || νικώ ολοκληρωτικά· κατανικώ: Επιτέθηκαν εναντίον τους και τους διέλυσαν. H εθνική μας ομάδα διαλύθηκε με 6-0. γ. αποδιοργανώνω ένα οργανωμένο σύνολο προσώπων: Διαλύεται μια οικογένεια / κοινωνία. H ομάδα διαλύθηκε στα τελευταία δέκα λεπτά του αγώνα. H κυβέρνηση με την πολιτική της διαλύει το στρατό / τη δημόσια διοίκηση. δ. κάνω να πάψει να υπάρχει, να λειτουργεί, να ισχύει κάποιο νομικό πρόσωπο, κάποια σύμβαση κτλ.: ~ ένα κόμμα / γάμο. Διαλύεται μια εταιρεία / ένα σωματείο. Διαλύθηκε η βουλή και προκηρύχτηκαν νέες εκλογές.

[λόγ. < αρχ. διαλύω & σημδ. (ιδ. 1δ, 2δ) γαλλ. dissoudre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες