Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δε
244 εγγραφές [21 - 30]
δείνα [δina] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται με άρθρο και στα τρία γένη στη θέση ουσιαστικού ή επιθέτου για πρόσωπο ή πράγμα στο οποίο ο ομιλητής αναφέρεται αόριστα, γιατί δεν μπορεί ή δε θέλει να το ονομάσει, να το ορίσει (συχνά έχει προηγηθεί με ανάλογη χρήση η αντωνυμία τάδε).

[λόγ. < αρχ. δεῖνα]

δεινά τα [δiná] Ο38 : γεγονότα συνήθ. απρόσμενα, που φέρνουν στον άνθρωπο μεγάλη δυστυχία· συμφορές: ~ της ανθρωπότητας.

[αρχ. δεινά (δες στο δεινός)]

δείνας ο [δínas] αντων. αόρ. (βλ. Ο2, χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) δείνα (για το αρσενικό γένος).

[μσν. δείνας < αρχ. δεῖνα με προσθήκη του χαρακτηριστικού του αρσ. ]

δεινοπάθημα το [δinopáθima] Ο49 : το αποτέλεσμα του δεινοπαθώ.

[λόγ. δεινοπαθη- (δεινοπαθώ) -μα]

δεινοπαθώ [δinopaθó] Ρ10.9α : υφίσταμαι μεγάλες στερήσεις, βάσανα και ταλαιπωρίες· υποφέρω2: Ο λαός μας δεινοπάθησε στην Kατοχή. Δεινοπάθησαν από το κρύο και από την πείνα. || (με τάση υπερβολής): Δεινοπαθήσαμε μέχρι να βρούμε εισιτήριο.

[λόγ. < ελνστ. δεινοπαθῶ]

δεινοπαθών -ούσα -ούν [δinopaθón] Ε12β : (λόγ.) συνήθ. ως ουσ. οι δεινοπαθούντες, αυτοί που υποφέρουν από στερήσεις ή κακουχίες: Έστειλαν τρόφιμα και ρούχα στους δεινοπαθούντες των ακριτικών περιοχών.

[λόγ. μεε. του ρ. δεινοπαθώ]

δεινός -ή -ό [δinós] Ε1 : 1. που είναι πολύ ικανός σε κπ. τομέα, που οι ικανότητές του ξεπερνούν κατά πολύ το μέσο όρο και αναγνωρίζονται από τους άλλους: Είναι ~ ρήτορας / συζητητής / χορευτής / κολυμβητής / σκοπευτής. 2. για να υποδηλώσει το μέγεθος μιας εξαιρετικά δυσάρεστης ή ενοχλητικής κατάστασης· φοβερός, τρομερός: Yπέστησαν δεινή ήττα / δεινό πλήγμα. Bρίσκονται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Οι πολιορκητές τούς έφεραν σε δεινή θέση.

[λόγ. < αρχ. δεινός `φοβερός, έξυπνος΄]

δεινόσαυρος ο [δinósavros] Ο20α : (παλαιοντ.) γιγαντιαίων διαστάσεων ερπετό του μεσοζωικού κυρίως αιώνα, το οποίο έχει εκλείψει.

[λόγ. < νλατ. dinosaurus < αρχ. δεινό(ς) + σαῦρος = σαύρα]

δεινότητα η [δinótita] Ο28 : η ιδιότητα του δεινού, κυρίως η ιδιαίτερη ικανότητα την οποία έχει κάποιος σε έναν τομέα: Ρητορική ~.

[λόγ. < αρχ. δεινότης, αιτ. -ητα `η ιδιότητα του τρομερού, εξυπνάδα΄]

δείνωση η [δínosi] Ο33 : 1. (λόγ., φιλολ.) μεγαλοποίηση. 2. επιδείνωση, χειροτέρευση. || (γλωσσ.): ~ της σημασίας μιας λέξης, εξέλιξη της σημασίας της έτσι ώστε να δηλώνει κτ. χειρότερο.

[λόγ. < αρχ. δείνω(σις) -ση (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...25   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες