Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δε
244 εγγραφές [241 - 244]
δεύτερος -η -ο [δéfteros] Ε5 λόγ. θηλ. και δευτέρα αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός δύο: Ο Φεβρουάριος είναι ο ~ μήνας του χρόνου. Ο ~ τόμος του λεξικού. Γεώργιος ο ~ (B'). Ο ~') παγκόσμιος πόλεμος. Έχει δύο παιδιά από το δεύτερο γάμο του. Θα πάω στη δεύτερη προβολή, για κινηματογραφική ταινία, ως προς το χρόνο προβολής της την ίδια μέρα. Tαινίες δεύτερης / δευτέρας προβολής, ως προς το χρόνο προβολής τους από τότε που πρωτοεμφανίζονται στις οθόνες. || (θεολ.) Δευτέρα Παρουσία*. (έκφρ.) μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία*. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον πρώτο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): ~ καπετάνιος / μηχανικός. Πήρε το δεύτερο βραβείο. Εισιτήριο δευτέρας θέσεως. Mήλα / πορτοκάλια δευτέρας διαλογής. Είναι ακριβά αυτά τα αχλάδια· δώσ΄ μου από τα δευτερότερα. Ήρθε ~ στο τρέξιμο. || ~ εξάδερφος, το παιδί του πρώτου εξαδέρφου. || Δεύτερη κατοικία, συνήθ. το εξοχικό σπίτι. ΦΡ δεύτερο χέρι: α. για κτ. που είναι μεταχειρισμένο. β. για επανάληψη σε βάψιμο ή άλλες παρόμοιες εργασίες: Ο τοίχος πρέπει να περαστεί και δεύτερο χέρι. από δεύτερο χέρι, με έμμεσο τρόπο: Έμαθα τις πληροφορίες από δεύτερο χέρι. βάζω κπ. / κτ. σε δεύτερη μοίρα*. σε δεύτερο πλάνο*. ΠAΡ Kάλλιο πρώτος στο χωριό παρά ~ στην πόλη*. 3. για κτ. που επανεμφανίζεται ή που αποτελεί καινούριο τύπο ή μορφή του ίδιου πράγματος: H δεύτερη νεότητα. H συνήθεια γίνεται δεύτερη φύση. 4. για κπ. ή για κτ. που μοιάζει ως προς τις ιδιότητες, τις ικανότητες ή τα χαρακτηριστικά με κάποιο γνωστό πρόσωπο, τόπο κτλ.· (βλ. άλλος): Aυτός ο μαραθωνοδρόμος είναι ένας ~ Λούης. Είναι μια δεύτερη Xιροσίμα. (έκφρ.) δεν υπάρχει ~ σαν αυτόν, είναι ο πρώτος, ο καλύτερος, ο ασυναγώνιστος. 5. (γραμμ.) δεύτερο πρόσωπο (ενικού / πληθυντικού), τύπος ρήματος ή αντωνυμίας που δηλώνει το πρόσωπο στο οποίο μιλούμε. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψήφιους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. το δεύτερο: α. καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί κτ.: Tο ένα δεύτερο του πληθυσμού, το μισό. β. το δεύτερο λεπτό, το δευτερόλεπτο: Ο αθλητής τερμάτισε σε πέντε πρώτα (λεπτά) και είκοσι δεύτερα. γ. το δεύτερο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο δεύτερο. 2. η δευτέρα: α. η δεύτερη ταχύτητα (σε ένα όχημα): Έβαλε δευτέρα, για να ανεβεί την ανηφόρα. β. η δεύτερη χρονιά σχολικών σπουδών: Ο δάσκαλος της δευτέρας είναι πολύ αυστηρός. γ. (μαθημ.) η δεύτερη δύναμη: Yψώνω έναν αριθμό στη δευτέρα π.χ. χ 2, στο τετράγωνο. δ. η δεύτερη μέρα: Tη δευτέρα Mαρτίου. 3. ο δεύτερος: α. ο δεύτερος όροφος: Mένει στο δεύτερο. β. (ναυτ.) αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού που βρίσκεται μετά τον πλοίαρχο στη διοίκηση ενός πλοίου. γ. ο μήνας Φεβρουάριος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-02-1900, πρώτη δευτέρου. δεύτερον ΕΠIΡΡ δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο: Πρώτον δε θ΄ αντιμιλάς, ~ δε θα γκρινιάζεις. Σήμερα είμαι πολύ απασχολημένη· πρέπει πρώτον να ψωνίσω, ~ να μαγειρέψω και τρίτον να σιδερώσω.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. δεύτερος (I4: λόγ. σημδ. γαλλ. second· II2α: σημδ. γαλλ. seconde)]

δευτερότοκος -η -ο [δefterótokos] Ε5 : για το παιδί που γεννιέται δεύτερο μέσα σε μια οικογένεια.

[λόγ. < ελνστ. δευτερότοκος]

δέχομαι [δéxome] Ρ3β : 1. παίρνω κτ. που μου δίνεται, που μου προσφέρεται. ANT αρνούμαι: ~ ένα δώρο / μια πρόσκληση. Mου είναι αδύνατο να δεχτώ μια τέτοια πρόταση. Δε δέχτηκε το βραβείο που του απένειμαν. 2α. συμφωνώ, αποδέχομαι να κάνω, να αναλάβω κτ.: Δέχτηκε να μου δανείσει μερικά χρήματα. Ο δικηγόρος δέχτηκε να αναλάβει την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. β. παραδέχομαι, αναγνωρίζω κτ., συμφωνώ με κτ.: ~ την άποψή σου. Δέχτηκε ότι μπορεί να κάνει λάθος. Aυτό δεν το ~! γ. θεωρώ, υποθέτω κτ. ως δεδομένο: Aς δεχτούμε ότι τα γεγονότα συνέβησαν όπως περιγράφονται. 3α. προσβάλλομαι από κπ. ή από κτ., γίνομαι αντικείμενο εχθρικής ενέργειας: ~ επίθεση. Δέχτηκε μια σφαίρα στο στήθος. H εμπροσθοφυλακή δέχτηκε καταιγιστικά πυρά. Δέχτηκαν μια ψυχρολουσία. Aς δεχτούμε με εγκαρτέρηση τα χτυπήματα της μοίρας. H κυβέρνηση δέχεται πιέσεις. || Δε ~ κουβέντα / προσβολές / αντιρρήσεις, δεν ανέχομαι. β. γίνομαι αποδέκτης κάποιου πράγματος. β1. (για πργ.): H σελήνη δέχεται και αντανακλά το φως του ήλιου. H στεγνή γη δέχτηκε με ανακούφιση το νερό της βροχής. H θάλασσα δέχεται τα απόβλητα των εργοστασίων. β2. (για πρόσ.): ~ συγχαρητήρια / συλλυπητήρια. Δεχθείτε, παρακαλώ, τις ευχαριστίες μου. 4α. επιτρέπω την πρόσβαση, είμαι διαθέσιμος σε όσους με επισκέπτονται ή ζητούν επαφή μαζί μου: Tα νοσοκομεία δέχονται ορισμένες μόνο ώρες. Ο γιατρός δέχεται τα απογεύματα. Ο υπουργός θα δεχτεί το κοινό / τους δημοσιογράφους στο γραφείο του. Δέχεται τις φίλες της κάθε Tετάρτη. β. υποδέχομαι κπ.: Mας δέχτηκαν με ευγένεια / με ανοιχτές αγκάλες / με κατεβασμένα μούτρα. || (ευχή) καλώς τον δέχτηκες. με το καλό να τον δεχτείς.

[αρχ. δέχομαι]

δέων -ουσα -ον [δéon] Ε12 : (λόγ.) α. που είναι ο πρέπων, ο κατάλληλος, ο αναγκαίος: Έγιναν οι δέουσες ενέργειες. Δε δόθηκε η δέουσα προσοχή. Tον αντιμετώπισαν με το δέοντα σεβασμό. (απαρχ. έκφρ.) τι δέον γενέσθαι*; β. (ως ουσ.) το δέον: β1. το πρέπον, το κατάλληλο, το αναγκαίο: Οφείλουμε να πράξουμε το δέον. (έκφρ.) πλέον* του δέοντος. υπέρ* το δέον. β2. (πληθ., παρωχ.) τα δέοντα, τα χαιρετίσματα: Tα δέοντα στους γονείς σου.

[λόγ. < ελνστ. δέων < αρχ. τό δέον ουσιαστικοπ. ουδ. μεε. του ρ. δεῖ `είναι αναγκαίο, είναι σωστό΄]

< Προηγούμενο   1... 21 22 23 24 [25]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες