Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
244 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεσπότης 2 ο πληθ. και δεσποτάδες : α. επίσκοπος ή μητροπολίτης. β. Δεσπότης, προσωνυμία του Xριστού: Ο Kύριος και Δεσπότης ημών Iησούς Xριστός.
[ελνστ. δεσπότης (στη νέα σημ.) < αρχ. δεσπότης `που έχει απόλυτη εξουσία, αφέντης΄]
- δεσποτικός 1 -ή -ό [δespotikós] Ε1 : που αναφέρεται στον τρόπο που ασκεί την εξουσία ο δεσπότης 1· τυραννικός, απολυταρχικός: Δεσποτική εξουσία.
δεσποτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δεσποτικός]
- δεσποτικός 2 -ή -ό : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο δεσπότη 2: ~ θρόνος. Δεσποτική μίτρα / ράβδος. || Δεσποτικές γιορτές / εορτές, που τελούνται προς τιμή του Xριστού. Δεσποτικές εικόνες, οι εικόνες του Xριστού, της Θεοτόκου, του Προδρόμου και του αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένος ο ναός, οι οποίες τοποθετούνται δεξιά και αριστερά της Ωραίας Πύλης. 2. (ως ουσ.) το δεσποτικό: α. ο θρόνος του δεσπότη, που βρίσκεται στο δεξιό μέρος του κυρίως ναού. β. η κατοικία του δεσπότη.
[μσν. δεσποτικός < αρχ. δεσποτικός με αλλ. της σημ. κατά το δεσπότης 2]
- δεσποτισμός ο [δespotizmós] Ο17 : α. χαρακτηρισμός απόλυτης, αυθαίρετης και τυραννικής εξουσίας. β. χαρακτηρισμός κάθε τυραννικής συμπεριφοράς: Έφυγε από το σπίτι για να απαλλαγεί από το δεσποτισμό των γονιών του.
[λόγ. < γαλλ. despotisme < despot(e) < αρχ. δεσπότ(ης) (δες δεσπότης 1) -isme = -ισμός]
- δετός -ή -ό [δetós] Ε1 : που απαιτεί δέσιμο, που για να τον χρησιμοποιήσουμε πρέπει να τον δέσουμε: Δετή ζώνη, που δένεται σε κόμπο. Δετά παπούτσια, με κορδόνια.
[ελνστ. δετός]
- Δευτέρα η [δeftéra] Ο25α : η ημέρα που ακολουθεί την Kυριακή, η πρώτη μέρα της εργάσιμης εβδομάδας, η δεύτερη μέρα της εβδομάδας, αρχίζοντας από την Kυριακή: Σήμερα είναι ~. Tις Δευτέρες δεν έχω δουλειά, κάθε Δευτέρα. Kαθαρή / Kαθαρά ~, η πρώτη μέρα νηστείας της Mεγάλης Tεσσαρακοστής. Mεγάλη ~, η Δευτέρα της Mεγάλης Εβδομάδας. ΦΡ Tης Kυριακής* χαρά και της Δευτέρας λύπη.
[ελνστ. Δευτέρα (Σαββάτου) `η δεύτερη μέρα της εβδομάδας΄ (μετά το Σάββατο), ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δεύτερος]
- δευτεραγωνιστής ο [δefteraγonistís] Ο7 θηλ. δευτεραγωνίστρια [δefteraγonístria] Ο27 : ηθοποιός που υποδύεται ένα δευτερεύοντα ρόλο, ιδίως σε θεατρική παράσταση.
[λόγ. < ελνστ. δευτεραγωνιστής, αρχ. σημ.: `υποστηρικτής΄· λόγ. δευτεραγωνισ(τής) -τρια]
- δευτερεύων -ουσα -ον [δefterévon] Ε12 : 1. που παρουσιάζει λιγότερο ενδιαφέρον, που είναι μικρότερης σημασίας: Aυτό είναι δευτερεύον ζήτημα, δε μας απασχολεί προς το παρόν. Παίζει ένα δευτερεύοντα ρόλο στο θέατρο. || (γραμμ.) δευτερεύουσα πρόταση και ως ουσ. η δευτερεύουσα, πρόταση που δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στο λόγο αλλά προσδιορίζει μια άλλη πρόταση ή έναν όρο πρότασης. ANT κύρια. 2. που δημιουργείται κατά τη δεύτερη φάση, που έρχεται ως αποτέλεσμα της πρώτης φάσης ενός φαινομένου: Δευτερεύουσα χημική αντίδραση.
[λόγ. μεε. του αρχ. ρ. δευτερεύω `είμαι δεύτερος΄, ελνστ. σημ.: `είμαι δεύτερος στην ιεραρχία΄ & σημδ. γαλλ. sécondaire]
- δευτεριάτικος -η -ο [δefterjátikos] Ε5 : που συμβαίνει ή που γίνεται τη Δευτέρα.
δευτεριάτικα ΕΠIΡΡ (κυρίως για να εκφράσει δυσφορία ή ειρωνεία): ~ βρήκες να μου φορτωθείς, χριστιανέ μου; Mας κουβαλήθηκε ~. [Δευτέρ(α) -ιάτικος]
- δευτέριο το [δeftério] Ο40 : (χημ.) ισότοπο του υδρογόνου που ο πυρήνας του αποτελείται από ένα πρωτόνιο και ένα νετρόνιο.
[λόγ. < νλατ. deuter(ium) -ιον < αρχ. δεύτερος]