Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δίας
82 εγγραφές [51 - 60]
διαστημόπλοιο το [δiastimóplio] Ο42 : όχημα ειδικά κατασκευασμένο για να κάνει διαστημικά ταξίδια: ~ με / χωρίς πλήρωμα. Εκτόξευση του διαστημοπλοίου.

[λόγ. διάστημ(α)II -ο- + πλοίον μτφρδ. αγγλ. space ship]

διάστικτος -η -ο [δiástiktos] Ε5 : (λόγ., για επιφάνεια) που έχει πολλά στίγματα: Πρόσωπο διάστικτο από φακίδες / από σπυράκια. || (επέκτ.): Aμμουδιά διάστικτη από κοχύλια.

[λόγ. < αρχ. ρ. διαστικ- (διαστίζω) `βάζω στίγματα΄ -τος]

διάστιξη η [δiástiksi] Ο33 : (λόγ.) τατουάζ.

[λόγ. με παρανόηση του ελνστ. διάστιξις `διάκριση΄ (-σις > -ση) κατά τη σημ. του στίζω]

διάστιχο το [δiástixo] Ο40 : η απόσταση ανάμεσα σε δύο συνεχόμενους στίχους ενός κειμένου: Mικρό / μεγάλο ~. || το σχετικό τυπογραφικό στοιχείο.

[λόγ. δια- στίχ(ος) -ον]

διαστολέας ο [δiastoléas] Ο21 : ιατρικό εργαλείο με το οποίο γίνεται τεχνητή διαστολή του στομίου κοιλοτήτων του σώματος ή τραυμάτων: Ο ~ του κόλπου / της μήτρας.

[λόγ. < ελνστ. διαστολεύς, αιτ. -έα]

διαστολή η [δiastolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαστέλλω. 1. ANT συστολή 1. α. (φυσ.) αύξηση των διαστάσεων ενός υλικού σώματος με την επίδραση της θερμότητας: ~ των στερεών / των υγρών / των αερίων. Γραμμική / επιφανειακή / κυβική ~ των στερεών. || ~ του χρόνου. || (αστρον.) ~ του σύμπαντος, το φαινόμενο της απομάκρυνσης των γαλαξιών. β. (φυσιολ.) αύξηση του όγκου ενός οργάνου του σώματος: ~ της κόρης του οφθαλμού / του στομάχου / της μήτρας. Φυσική / τεχνητή ~. || ~ των μυών της καρδιάς / των αρτηριών. 2. (σπάν.) διαχωρισμός συγγενικών αντικειμένων, ιδίως εννοιών, με βάση τις διαφορές τους. 3. (μουσ.) η κάθετη γραμμή που χωρίζει το πεντάγραμμο σε μέτρα.

[λόγ.: 1β, 2: ελνστ. διαστολή· 3: ελνστ. διαστολή με βάση τη σημ.: `διάκριση φθογγοσήμων΄· 1α: σημδ. γαλλ. dilatation]

διαστολικός -ή -ό [δiastolikós] Ε1 : (φυσιολ.) που έχει σχέση με τη διαστολή της καρδιάς. ANT συστολικός: Διαστολική πίεση. ~ ήχος.

[λόγ. < γαλλ. diastolique < αρχ. διαστολ(ή) -ique = -ικός]

διάστρα η [δjástra] Ο25 : (λαϊκότρ.) εργαλείο με το οποίο το στημόνι τοποθετείται στο αντί του αργαλειού. || (επέκτ.) η γυναίκα που το χειρίζεται.

[διασ- (διάζομαι δες στο διασίδι) -τρα]

διαστρεβλώνω [δiastrevlóno] -ομαι Ρ1 : παραποιώ την αλήθεια σχετικά με κτ. και το παρουσιάζω στους άλλους διαφορετικό από ό,τι πραγματικά είναι: ~ τα λόγια / τις απόψεις κάποιου. Οι εφημερίδες να μη διαστρεβλώνουν τα γεγονότα. || Διαστρεβλωμένη αλήθεια, παραποιημένη.

[λόγ. < αρχ. διαστρεβλ(ῶ) `τεντώνω στρίβοντας΄ -ώνω, κατά τη σημ. του ελνστ. στρεβλῶ `διαστρέφω λέξεις΄]

διαστρέβλωση η [δiastrévlosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαστρεβλώνω: ~ των γεγονότων / της αλήθειας.

[λόγ. διαστρεβλω- (δες διαστρεβλώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες