Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 82 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διασπαθίζω [δiaspaθízo] -ομαι Ρ2.1 : (συνήθ. για χρήματα) ξοδεύω αλόγιστα.
[λόγ. < ελνστ. διασπαθίζω]
- διασπάθιση η [δiaspáθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασπαθίζω: Yπουργός που κατηγορείται για ~ του δημόσιου χρήματος.
[λόγ. διασπαθι- (διασπαθίζω) -σις > -ση]
- διάσπαρτος -η -ο [δiáspartos] Ε5 : 1. για σύνολο που τμήματά του υπάρχουν σε διάφορα σημεία μιας έκτασης: Λίγα δέντρα διάσπαρτα στην πλαγιά του βουνού. || (επέκτ.): Xυδαίες λέξεις διάσπαρτες σε επίσημο κείμενο. 2. για έκταση που έχει σε διάφορα σημεία της τμήματα ενός συνόλου: Θάλασσα διάσπαρτη από νησιά. Tο πεδίο της μάχης ήταν διάσπαρτο από πτώματα και πολεμικό υλικό. || (επέκτ.): Ομιλία διάσπαρτη με γνωμικά και παροιμίες.
[λόγ. διασπαρ- (διασπείρω) -τος κατά το σχ.: σπείρω - σπαρτός μτφρδ. γαλλ. disséminé]
- διάσπαση η [δiáspasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασπώ. 1. χωρισμός ενός συνόλου σε μικρότερα τμήματα: H ~ ενός κόμματος / συνασπισμού / σωματείου. Kράτη που προήλθαν από τη ~ της Σοβιετικής Ένωσης. || στη λεξικογραφία, η ξεχωριστή λημματογράφηση ομόγραφων λέξεων. || (ψυχ.) ~ του εγώ. || (χημ.) ~ μιας χημικής ένωσης, αντίδραση από την οποία προκύπτουν απλούστερες ενώσεις ή στοιχεία. || (φυσ.) ~ του (πυρήνα του) ατόμου ή πυρηνική ~. 2. διακοπή της συνέχειας ή της ενότητας: Προσπάθεια για ~ του αποκλεισμού / του εχθρικού μετώπου. H ~ της εθνικής ενότητας.
[λόγ. < αρχ. διάσπα(σις) `βίαιος χωρισμός΄ -ση & σημδ. αγγλ. fission, disruption]
- διασπαστής ο [δiaspastís] Ο7 : μειωτικός χαρακτηρισμός γι΄ αυτόν που προκαλεί μια ανεπιθύμητη διάσπαση: Tον κατηγορούν ως διασπαστή του κόμματος / της εθνικής ενότητας. Όχι στις φατρίες και στους διασπαστές.
[λόγ. διάσπασ(ις) -τής μτφρδ. αγγλ. disruptionist]
- διασπαστικός -ή -ό [δiaspastikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διάσπαση και ιδίως την προκαλεί: Στο κόμμα αναπτύσσονται διασπαστικές τάσεις / γίνονται διασπαστικές ενέργειες.
διασπαστικά ΕΠIΡΡ: Mέλη του σωματείου ενεργούν / κινούνται ~. [λόγ. διασπαστ(ής) -ικός μτφρδ. γαλλ. disruptive]
- διασπείρω [δiaspíro] -ομαι Ρ αόρ. διέσπειρα, απαρέμφ. διασπείρει, παθ. αόρ. διασπάρθηκα, απαρέμφ. διασπαρεί, μππ. διασπαρμένος και διεσπαρμένος : (λόγ.) 1α. (για πληροφορία ιδίως ανακριβή) διαδίδω: Διασπείρει ανυπόστατες φήμες / ψευδείς ειδήσεις. β. (σπάν., για δυσάρεστο συναίσθημα) προκαλώ σε πολλούς ανθρώπους: Διασπείρει τον τρόμο / τον πανικό. 2. (για σύνολο ιδίως προσώπων) διασκορπίζω.
[λόγ. < αρχ. διασπείρω `σκορπώ΄ σημδ. αγγλ. disseminate]
- διασπορά η [δiasporá] Ο24 : 1. μετακίνηση των μελών ενός συνόλου σε διάφορα σημεία, έτσι ώστε να μη βρίσκονται μαζί: Επιβάλλεται η απομάκρυνση των εργοστασίων από την Aθήνα και η ~ τους σε όλη τη χώρα. ~ των βλημάτων του πολυβόλου / των θραυσμάτων της βόμβας. || (στρατ.) Θέσεις / χώρος διασποράς. || (στατ.) H ~ των τιμών. || (για σύνολο προσώ πων) απομάκρυνση, συνήθ. ομαδική, από τη χώρα και με επέκταση ο εν λόγω πληθυσμός: H ~ των Εβραίων μετά την υποταγή στους Ρωμαίους. Οι Έλληνες της διασποράς. 2. διάδοση: Συνθήκη για μη ~ των πυρηνικών όπλων. || (για πληροφορία, ιδίως ανακριβή): Kαταδικάστηκε για ~ ψευδών ειδήσεων.
[λόγ.: 1: ελνστ. διασπορά· 2: σημδ. αγγλ. dissemination]
- διασπώ [δiaspó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. διέσπασα και (σπάν.) διάσπασα, απαρέμφ. διασπάσει, μππ. διασπασμένος : 1. χωρίζω σε μικρότερα τμήματα ένα ενιαίο ή οργανωμένο σύνολο: Οι επιστήμονες πέτυχαν να διασπάσουν τον πυρήνα του ατόμου. Διασπάστηκε το κόμμα / το συνδικαλιστικό κίνημα. || στη λεξικογραφία, λημματογραφώ ξεχωριστά ομόγραφες λέξεις. || (χημ.): Διασπάται μια χημική ένωση. || (φυσ.): Διασπάται ο πυρήνας του ατόμου. 2. διακόπτω τη συνέχεια ή την ενότητα των τμημάτων ενός οργανωμένου συνόλου: Διέσπασε τον αποκλεισμό και εφοδίασε τους πολιορκημένους με τρόφιμα. H πρόσοψη του κτιρίου διασπάται από μεγάλα ανοίγματα.
[λόγ. < αρχ. διασπῶ]
- διασταλτικός -ή -ό [δiastaltikós] Ε1 : α. που μπορεί να διασταλεί ή να προκαλέσει διαστολή. ANT συσταλτικόςα: H διασταλτική ιδιότητα της θερμότητας. β. (νομ.) Διασταλτική ερμηνεία (ενός νόμου / διατάγματος), ερμηνεία που επεκτείνει την έννοια του νόμου σε θέματα που δεν περιλαμβάνονται στο γράμμα του νόμου, αλλά ανταποκρίνονται στο πνεύμα του.
[λόγ. < ελνστ. διασταλτικός `διαστολικός΄, σημδ.: α: γαλλ. dilatant· β: αγγλ.(;) broad interpretation]



