Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 82 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διασκέλισμα το [δiaskélizma] Ο49 : 1. (λόγ.) δρασκελιά. 2. διασκελισμός2.
[λόγ. διασκελισ- (διασκελίζω) -μα]
- διασκελισμός ο [δiaskelizmós] Ο17 : 1. (λόγ.) α. η δρασκελιά. β. το άνοιγ μα των ποδιών κατά το βάδισμα ή το τρέξιμο: Ο ~ του δρομέα. 2. (φιλολ., μετρ.) το φαινόμενο κατά το οποίο το νόημα, η φράση ή μια λέξη δεν ολοκληρώνεται σε ένα στίχο αλλά συνεχίζεται και στον επόμενο: Mετρικός / νοηματικός ~. Στο δημοτικό τραγούδι όπως και στο έπος δεν υπάρχει ~ του στίχου.
[λόγ. διασκελισ- (διασκελίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. enjembée, enjembement]
- διασκέπτομαι [δiasképtome] Ρ4β : (σπάν.) παίρνω μέρος, είμαι σε διάσκεψη.
[λόγ. < ελνστ. διασκέπτομαι]
- διασκευάζω [δiaskevázo] -ομαι Ρ2.1 : αλλάζω κτ. έτσι ώστε να είναι κατάλληλο για ορισμένη άλλη χρήση ή να ικανοποιεί ορισμένες ανάγκες: Λογοτεχνικό κείμενο διασκευασμένο για το ραδιόφωνο / για σχολική χρήση. Πλοίο διασκευασμένο σε πλωτό νοσοκομείο.
[λόγ. < ελνστ. διασκευάζω `επεξεργάζομαι για δημοσίευση΄ < αρχ. διασκευάζομαι `εξοπλίζομαι, τακτοποιούμαι΄ σημδ. γαλλ. arranger]
- διασκευαστής ο [δiaskevastís] Ο7 θηλ. διασκευάστρια [δiaskevástria] Ο27 : αυτός που έχει κάνει ορισμένη διασκευή.
[λόγ. < ελνστ. διασκευαστής `αναθεωρητής ποιημάτων΄ σημδ. γαλλ. arrangeur· λόγ. διασκευαστ(ής) -τρια]
- διασκευή η [δiaskeví] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκευάζω: Ραδιοφωνική ~ ενός θεατρικού έργου.
[λόγ. < ελνστ. διασκευή `νέα έκδοση΄ σημδ. γαλλ. arrangement]
- διάσκεψη η [δiáskepsi] Ο33 : σύσκεψη συνήθ. επίσημου χαρακτήρα: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί σε ~ τους αρχηγούς των κομμάτων. Kομματική ~. ~ κορυφής. Στη ~ κορυφής κυριάρχησε το θέμα του αφοπλισμού / της οικονομικής ύφεσης.
[λόγ. < αρχ. διάσκεψις `εξέταση΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. déliberation]
- διασκορπίζω [δiaskorpízo] -ομαι Ρ2.1 : σκορπίζω τα τμήματα ενός συνόλου, ιδίως προσώπων, έτσι ώστε να μη βρίσκονται στο ίδιο μέρος αλλά σε διαφορετικά: Kυρίεψε την πόλη, την κατέστρεψε και διασκόρπισε τους κατοίκους της. Ο εχθρικός στρατός νικήθηκε και διασκορπίστηκε. || (επέκτ., για υλικά αγαθά) σπαταλώ.
[λόγ. < ελνστ. διασκορπίζω]
- διασκόρπιση η [δiaskórpisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκορπίζω· διασκορπισμός.
[λόγ. < ελνστ. διασκόρπι(σις) -ση]
- διασκορπισμός ο [δiaskorpizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκορπίζω· διασκόρπιση.
[λόγ. < ελνστ. διασκορπισμός]



