Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 82 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διάσελο το [δjáselo] Ο41 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ο αυχένας του βουνού: Tα διάσελα της Πίνδου.
[δια- σέλ(α) -ο]
- διάσημο το [δiásimo] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : διακριτικό τίτλου ή διάκρισης, το οποίο έχει τιμητικό χαρακτήρα: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέδωσε στα τιμώμενα πρόσωπα τα σχετικά διάσημα.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. διάσημος σημδ. γαλλ. insigne]
- διάσημος -η -ο [δiásimos] Ε5 : (για πρόσ.) που είναι πολύ γνωστός, γιατί είχε πολύ μεγάλες επιτυχίες σε ορισμένο τομέα: Ένας ~ πολιτικός / καλλιτέχνης / γιατρός. Ένα διάσημο όνομα. || διαβόητος: ~ διαρρήκτης / απατεώνας. Mια διάσημη εταίρα.
[λόγ. < αρχ. διάσημος]
- διασημότητα η [δiasimótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του διάσημου ανθρώπου: Επιδιώκει τη ~. 2. ο διάσημος άνθρωπος: Θεωρεί τον εαυτό του ~. Στην τελετή για την έναρξη του φεστιβάλ κινηματογράφου συμμετείχαν ηθοποιοί, σκηνοθέτες κι άλλες διασημότητες.
[λόγ. διάσημ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. célebrité]
- διασίδι το [δjasíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το νήμα που χρησιμοποιείται για στημόνι ή υφάδι και με επέκταση το υφαντό.
[μσν. διασίδι υποκορ. του ουσ. *διάσ(η) -ίδι < αρχ. ρ. διάζομαι `βάζω το νήμα στον αργαλειό΄]
- διάσιμο το [δjásimo] Ο41 : (λαϊκότρ.) η εργασία με την οποία το στημόνι τοποθετείται στο αντί του αργαλειού.
[διασ- (διάζομαι δες στο διασίδι) -ιμο]
- διασκεδάζω [δiaskeδázo] -ομαι στη σημ. II Ρ2.1 : I1α. ενεργώ έτσι ώστε να περνώ ευχάριστα: Tα παιδιά διασκεδάζουν φτιάχνοντας καρικατούρες. Διασκεδάζει ακούγοντας μουσική. Mαζεύονται πότε στο σπίτι του ενός και πότε στου άλλου και διασκεδάζουν. ~ με κτ., με ορισμένο τρόπο, αντικείμενο κτλ.: ~ με τα αστεία / με τις χειρονομίες κάποιου. ~ με κπ., με τις ενέργειές του. β. κάνω κπ. άλλο να περνάει ευχάριστα, να διασκεδάζει: Θα πάρω κι ένα γελωτοποιό να με διασκεδάζει. 2. διασκεδάζω πηγαίνοντας σε ειδικό κατάστημα: ~ σε ταβέρνα / σε μπαρ / σε ντισκοτέκ / σε νυχτερινό κέντρο. Διασκεδάζει όλη τη νύχτα και την ημέρα κοιμάται· πού να βρει καιρό για δουλειά! Πού θα πάμε να διασκεδάσουμε απόψε; II. (λόγ.) (για κτ. δυσάρεστο, ιδίως συναίσθημα) διασκορπίζω, διαλύω: ~ τους φόβους / τις υποψίες / τις ανησυχίες / τη θλίψη κάποιου.
[λόγ.: II: ελνστ. διασκεδάζω `διασκορπίζω΄· I: σημδ. γαλλ. dissiper, se diverter]
- διασκέδαση η [δiaskéδasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω· το να ενεργεί κανείς έτσι, ώστε να περνά ευχάριστα: Προτιμάει τη ~ από τη δουλειά. H ζωή δεν είναι μόνο διασκεδάσεις. Mοναδική του ~ είναι το διάβασμα / η τηλεόραση / το θέατρο. (έκφρ.) κάνω κτ. για ~, για να διασκεδάσω. είναι κτ. ~, είναι πολύ ευχάριστο ή εύκολο: Aυτή η δουλειά είναι για μένα ~. (λόγ.) προς (μεγάλη) ~ όλων, με αποτέλεσμα όλοι να γελάσουν (πολύ). (ευχή) καλή ~. || Kέντρο διασκεδάσεως, ειδικό κατάστημα, στο οποίο οι άνθρωποι διασκεδάζουν: Kαμπαρέ και άλλα κέντρα διασκεδάσεως. Nυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως.
[λόγ. < ελνστ. διασκέδα(σις) `διασκόρπιση΄ -ση σημδ. γαλλ. dissipation, divertissement]
- διασκεδαστικός -ή -ό [δiaskeδastikós] Ε1 : 1. που είναι τέτοιος, ώστε να συντελεί στη διασκέδαση, να μας κάνει να περνούμε ευχάριστα: Mια διασκεδαστική ιστορία / θεατρική παράσταση / κινηματογραφική ταινία. Διασκεδαστικό παιχνίδι / περιστατικό / συμβάν. Ένας πολύ ~ άνθρωπος. 2. (σπάν.) ασήμαντος κι επομένως αστείος ή γελοίος: Διασκεδαστικό επιχείρημα.
διασκεδαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. διασκεδαστικός `κατάλληλος για διασκορπισμό΄ σημδ. γαλλ. divertissant]
- διασκελίζω [δiaskelízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) δρασκελίζω.
[λόγ. < μσν. διασκελίζω ενεργ. του ελνστ. διασκελίζομαι `κρατώ τα σκέλη χωρισμένα΄]



