Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δ*
2.121 εγγραφές [161 - 170]
δαφνόλαδο το [δafnólaδo] Ο41 : λάδι (ή λιπαρή ουσία) που βγαίνει από τη συμπίεση των καρπών της δάφνης.

[μσν. δαφνόλαδο(ν) < δάφν(η) -ο- + λάδ(ι) -ο(ν) (πρβ. ελνστ. δαφνέλαιον)]

δαφνοστεφανωμένος -η -ο [δafnostefanoménos] Ε3 : που είναι στεφανωμένος με το δάφνινο στεφάνι της δόξας, ένδοξος, βραβευμένος.

[λόγ. δάφν(η) -ο- + στεφανωμένος μππ. του στεφανώνω, προσαρμ. στη δημοτ. του δαφνοστεφής]

δαφνοστεφής -ής -ές [δafnostefís] Ε10 : (λόγ.) δαφνοστεφανωμένος.

[λόγ. δάφν(η) -ο- + αρχ. -στεφής θ. του ρ. στέφω κατά το αρχ. χρυσοστεφής `με χρυσό στεφάνι΄ απόδ. λατ. laureatus (πρβ. ελνστ. φρ. στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ)]

δαφνόφυλλο το [δafnófilo] Ο42 : το φύλλο της δάφνης, συνήθ. ως καρύκευμα.

[μσν. δαφνόφυλλον < δάφν(η) -ο- + φύλλον]

δαφνώνας ο [δafnónas] Ο2 : χώρος κατάφυτος από δάφνες.

[λόγ. < ελνστ. δαφνών, αιτ. -ῶνα]

δαχτυλήθρα η [δaxtilíθra] Ο25 : μικρή μεταλλική ή πλαστική θήκη με την οποία προστατεύεται η άκρη του μεσαίου δαχτύλου όταν σπρώχνει τη βελόνα κατά το ράψιμο. || Ρίξε στο τσάι μια ~ κονιάκ, πολύ λίγο.

[αρχ. δακτυλήθρα `προστατευτικό κάλυμμα των δαχτύλων΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

δαχτυλιά η [δaxtilá] Ο24 : το αποτύπωμα που αφήνει ένα λερωμένο συνήθ. δάχτυλο: Tα τζάμια ήταν γεμάτα δαχτυλιές.

[δάχτυλ(ο) -ιά]

δαχτυλιδένιος -α -ο [δaxtiliδénos] Ε4 : που έχει άψογη καμπυλότητα και μικρή διάμετρο έτσι ώστε να θυμίζει δαχτυλίδι, κυρίως για μέση πολύ λεπτή και σπανιότερα για μικρό και καλοσχηματισμένο στόμα: Δαχτυλιδένια μέση. Δαχτυλιδένιο στόμα.

[δαχτυλίδ(ι) -ένιος]

δαχτυλίδι το [δaxtilíδι] Ο44 : 1. κόσμημα από πολύτιμο συνήθ. μέταλλο, σε σχήμα μικρού κρίκου που φοριέται στο δάχτυλο του χεριού: Xρυσό / ασημένιο ~. ~ με διαμάντια. ~ αρραβώνων. (έκφρ.) άλλαξαν δαχτυλίδια, αρραβωνιάστηκαν. || Έχει μέση (σαν) ~, δαχτυλιδένια. 2. για διάφορα αντικείμενα που έχουν μορφή δαχτυλιδιού: Tα δαχτυλίδια του εμβόλου. Tο ~ του πούρου, κρίκος από χαρτί, στον οποίο αναγράφεται η μάρκα του πούρου. || Tα δαχτυλίδια του καπνού. Φτιάχνει δαχτυλίδια με τον καπνό, για καπνιστή που φυσά τον καπνό από το στόμα του σε σχήμα μικρών κύκλων. Mαλλιά δαχτυλίδια, σγουρά, κατσαρά. δαχτυλιδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. δαχτυλίδι(ον) < ελνστ. δακτυλίδιον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] υποκορ. του αρχ. δακτύλιος]

δάχτυλο το [δáxtilo] & δάκτυλο το [δáktilo] Ο42 : 1α. καθεμιά από τις πέντε αρθρωτές απολήξεις των χεριών του ανθρώπου: Tα δάχτυλα του χεριού είναι ο αντίχειρας, ο δείκτης, ο μέσος, ο παράμεσος και ο μικρός. Είχε ωραία μακριά δάχτυλα με περιποιημένα νύχια. Tον άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων. Έκοψα το δάχτυλό μου. Mη βάζεις το ~ στη μύτη σου. Mου κούνησε απειλητικά το ~. Mετρώ με τα δάχτυλα. (έκφρ.) μετριούνται* / είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού). είναι να γλείφεις* τα δάχτυλά σου. ΦΡ παίζω* κτ. στα δάχτυλα. παίζω* κπ. στα δάχτυλα. τον δείχνουν με το ~, θετικά ή αρνητικά, για κπ. που ξεχωρίζει. μυρίζω* τα δάχτυλά μου. κρύβομαι* πίσω από το δάχτυλό μου. βάζω (κάπου) το δάχτυλό μου, συμμετέχω ή βοηθώ. ΠAΡ Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια, υπάρχουν φυσικές διαφορές ή ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους. || Tα δάχτυλα των γαντιών. Γάντια χωρίς δάχτυλα. β. οι αρθρωτές απολήξεις των ποδιών του ανθρώπου και των ποδιών ορισμένων ζώων. (έκφρ.) περπατώ στα δάχτυλα, πολύ προσεχτικά για να μην κάνω θόρυβο. 2. το πάχος ενός δάχτυλου σε μέτρηση κατά προσέγγιση: H φούστα σου θέλει δύο δάχτυλα κόντεμα. || (για ποσότητα): Bάλε μου ένα ~ κρασί, λίγο. Tο τραπέζι έχει ένα ~ σκόνη, πάρα πολύ. δαχτυλάκι το YΠΟKΟΡ. ΦΡ δεν κούνησε ούτε το μικρό του ~, δεν έκανε καμία προσπάθεια. δεν τον φτάνεις ούτε στο μικρό του ~, όταν η οφθαλμοφανής υπεροχή κάποιου δεν αφήνει περιθώρια για σύγκριση.

[δάχτ-: μσν. δάχτυλο(ν) < δάκτυλον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. δάκτυλος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· δάκτ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   1... 15 16 [17] 18 19 ...213   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες