Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δ*
2.121 εγγραφές [141 - 150]
δασοσκεπής -ής -ές [δasoskepís] Ε10 : (λόγ.) που καλύπτεται από δάση· δασόφυτος.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -σκεπής]

δασότοπος ο [δasótopos] Ο20 : περιοχή, τόπος που καλύπτεται από δάση.

[δάσ(ος) -ο- + -τοπος]

δασόφιλος -η -ο [δasófilos] Ε5 : που αγαπά τα δάση. || (ως ουσ.).

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φιλος]

δασοφύλακας ο [δasofílakas] Ο5 : υπάλληλος της δασικής υπηρεσίας επιφορτισμένος με τη φύλαξη του δάσους.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φύλακας μτφρδ. γαλλ. guarde forestier]

δασοφυλακή η [δasofilakí] Ο29 : 1. κρατική υπηρεσία που φροντίζει για τη φύλαξη των δασών. 2. το σύνολο των υπαλλήλων της δασοφυλακής.

[λόγ. δασο(φύλαξ) -φυλακή]

δασόφυτος -η -ο [δasófitos] Ε5 : που καλύπτεται από δάση: Δασόφυτη πλαγιά.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -φυτος]

δασύνω [δasíno] -ομαι Ρ8.1 : (γραμμ.) στο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής, βάζω δασεία στο αρχικό φωνήεν ή στο δίψηφο μιας λέξης: Όλες οι λέξεις που αρχίζουν από ύψιλον δασύνονται. Οι δασυνόμενες λέξεις.

[λόγ. < ελνστ. δασύνω (αρχ. δασύνομαι `είμαι δασύτριχος΄)]

δασύς -εία -ύ [δasís] Ε7α : (γλωσσ.) που προφέρεται με παχιά πνοή: Δασείς φθόγγοι. Δασέα σύμφωνα. Δασύ πνεύμα. || (ως ουσ.) τα δασέα, τα δασέα σύμφωνα.

[λόγ. < αρχ. δασύς (δασέα σύμφωνα: δες Φ, Θ, Χ)]

δασύς -ιά -ύ [δasís] Ε7 : 1. που αποτελείται από πυκνό τρίχωμα: Δασιά φρύδια / γένια. || που έχει πυκνό τρίχωμα: Δασιά στήθη. 2. που έχει πυκνό φύλλωμα: Δασύ φύλλωμα. Δασιά πλατάνια. || ~ ίσκιος, ίσκιος από δασύ φύλλωμα.

[αρχ. δασύς]

δασύτητα η [δasítita] Ο28 : (γλωσσ.) η ιδιότητα του δασέος φθόγγου: Aνομοιωτική αποβολή της δασύτητας.

[λόγ. < αρχ. δασύτης, αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 ...213   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες