Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Δ*
2.121 εγγραφές [131 - 140]
δασολόγος ο [δasolóγos] Ο18 θηλ. δασολόγος [δasolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη δασολογία.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

δασονομία η [δasonomía] Ο25 : η εποπτεία και διαφύλαξη των δασών.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -νομία]

δασονομικός -ή -ό [δasonomikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δασονομία: ~ σταθμός.

[λόγ. δασονομ(ία) -ικός]

δασονόμος ο [δasonómos] Ο18 : δασικός υπάλληλος που υπηρετεί σε δασαρχείο και ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε μια δασική περιοχή.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -νόμος]

δασοπονία η [δasoponía] Ο25 : η δασική οικονομία, η συστηματική μέριμνα και εκμετάλλευση του δάσους.

[λόγ. δασοπόν(ος) -ία]

δασοπονικός -ή -ό [δasoponikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δασοπονία.

[λόγ. δασοπον(ία) -ικός]

δασοπόνος ο [δasopónos] Ο18 θηλ. δασοπόνος [δasopónos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη δασοπονία.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + -πόνος κατά το γεω πόνος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

δασοπροστασία η [δasoprostasía] Ο25 : προστασία των δασικών εκτάσεων οργανωμένη από το κράτος.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + προστασία]

δασοπυροσβέστης ο [δasopirozvéstis] Ο10 : πυροσβέστης ειδικευμένος στην κατάσβεση πυρκαγιών στα δάση.

[λόγ. δάσ(ος) -ο- + πυροσβέστης]

δάσος το [δásos] Ο46 : 1α. εκτεταμένο τμήμα γης καλυμμένο από πυκνά, άγρια δέντρα· το σύνολο αυτών των δέντρων: Δάση από πεύκα / έλατα / καστανιές. Aγαπάτε το ~. Kάηκε το μισό ~. Tα δέντρα / τα ζώα του δάσους. H σημασία του δάσους για τον άνθρωπο είναι τεράστια. Στις παρυφές του δάσους. Παρθένο* ~. ΦΡ βλέπει το δέντρο και χάνει το ~, για κπ. που χάνεται στις λεπτομέρειες και αφήνει να του διαφύγει η ουσία. β. με υπερβολή, για να δηλώσει: β1. την έκταση και την πυκνότητα καλλιεργούμενων δέντρων: ~ από λεμονιές / από πορτοκαλιές / από ελιές. β2. τη μεγάλη έκταση και την πυκνότητα της βλάστησης γενικά: Ένα ~ από σκοίνα. ~ οι φτέρες. 2. (μτφ.) πλήθος από κατακόρυφα αντικείμενα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο: ~ από κατάρτια / από κεραίες / από καμινάδες. δασάκι το YΠΟKΟΡ. (λόγ.) δασύλλιο το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. δάσος· λόγ. δάσ(ος) -ύλλιον]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...213   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες