Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.260 εγγραφές [1191 - 1200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γυναικείος -α -ο [jinekíos] Ε4 : α. που έχει σχέση με τη γυναίκα, που τη χαρακτηρίζει, της ανήκει ή της ταιριάζει. ANT αντρικός: Γυναικεία ρούχα / παπούτσια. Tο γυναικείο φύλο / σώμα. Γυναικεία κομψότητα / χάρη. Γυναικεία μόδα. Γυναικείες κουβέντες. Γυναικεία ευαισθησία. Tα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι λίγο γυναικεία. Έχει γυναικεία φωνή. Γυναικεία επαγγέλματα, που τα ασκούν συνήθ. γυναίκες. || (ως ουσ.) τα γυναικεία, τα γυναικεία ρούχα: Kατάστημα που πουλάει μόνο γυναικεία. β. που αποτελείται από γυναίκες: Ο ~ πληθυσμός. Mια γυναικεία συντροφιά. Γυναικείες οργανώσεις. Γυναικείες φυλακές, που προορίζονται για γυναίκες. Γυναικείο μοναστήρι, μόνο για γυναίκες.
γυναικεία ΕΠIΡΡ: Ήρθε ντυμένος ~. [λόγ. < αρχ. γυναικεῖος]
- γυναικίζω [jinekízo] Ρ2.1α : (οικ.) γυναικοφέρνω.
[λόγ. < αρχ. γυναικίζω]
- γυναικο- [jineko] & γυναικό- [jinekó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γυναικ- [jinek], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στη γυναίκα, αφορά τη γυναίκα: ~κατακτητής, ~λάτρης· ~κρατία· γυναικόμορφος· ~δουλειά. β. (με β' συνθετικό περιληπτικό ουσιαστικό) αποτελείται από γυναίκες: γυναικόκοσμος, ~μάνι, ~πλημμύρα. || γίνεται από γυναίκες: ~καβγάς. 2α. σε παρατακτικά σύνθετα: γυναικόπαιδα. β. σε κτητικά σύνθετα: γυναικάδερφος. 3. (μειωτ.) χαρακτηρίζει αναξιοπρεπή δραστηριότητα ή συμπεριφορά: ~κουβέντα, ~φερσίματα· ~πρεπής, γυναικόψυχος. 4. (ιατρ.) δηλώνει ότι η παθολογική κατάσταση ή η συμπεριφορά που υπαινίσσεται το β' συνθετικό έχει ως αντικείμενο τη γυναίκα, αφορά τη γυναίκα· (πρβ. γυνο-): ~φοβία· ~μανής, γυναικόφιλος. || με αναφορά στο αναπαραγωγικό, γεννητικό σύστημα της γυναίκας: ~λογία· ~λόγος· ~λογικός.
[μσν. γυναικ(ο)- θ. του ουσ. γυναίκ(α) -ο- ως α' συνθ.: μσν. γυναικ-αδέλφη, γυναικό-ψυχος & λόγ. (ιδ. στις σημ. 1α, 4) < αρχ. γυναικ(ο)- θ. του ουσ. γυνή ως α' συνθ.: αρχ. γυναικο-κρατία & (ιδ. στη σημ. 4) λόγ. < διεθ. gynaico- < αρχ. γυναικο-: γυναικο-λογία < γαλλ. gynécologie]
- γυναικοδουλειά η [jinekoδulá] Ο24 : 1. (για άντρα) ερωτική υπόθεση, ερωτοδουλειά: Aιτία του καβγά τους ήταν μια ~. 2. (πληθ.) κακολογίες, κουτσομπολιά, μικρότητες που, σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατεί, προσιδιάζουν σε γυναίκες.
[γυναικο- + δουλειά]
- γυναικοκαβγάς ο [jinekokavγás] Ο1 : καβγάς, λογομαχία μεταξύ γυναικών.
[γυναικο- + καβγάς]
- γυναικοκατακτητής ο [jinekokataktitís] Ο7 : ως χαρακτηρισμός ιδιαίτερα γοητευτικού άνδρα, στο ερωτικό κάλεσμα του οποίου δύσκολα μπορούν να αντισταθούν οι γυναίκες.
[γυναικο- + κατακτητής]
- γυναικοκρατία η [jinekokratía] Ο25α : υπεροχή των γυναικών, ιδίως αριθμητική, σε κάποιο χώρο, ομάδα. ANT ανδροκρατία: Στην εκπαίδευση υπάρχει ~. || έθιμο κατά το οποίο για μια μέρα γίνεται αντιστροφή ρόλων στις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα.
[λόγ. < αρχ. γυναικοκρατία `πολιτική κυριαρχία των γυναικών΄ & σημδ. αγγλ. gynecocracy < αρχ. γυναικοκρατία]
- γυναικοκρατούμαι [jinekokratúme] Ρ10.9β : για επαγγελματικό ή άλλο χώρο στον οποίο υπερέχουν αριθμητικά οι γυναίκες. ANT ανδροκρατούμαι: Ο σύλλογός μας γυναικοκρατείται / είναι γυναικοκρατούμενος. H εκπαίδευση γυναικοκρατείται.
[λόγ. < αρχ. γυναικοκρατοῦμαι `διοικούμαι από γυναίκες΄]
- γυναικολογία η [jinekolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που έχει ως αντικείμενο το γεννητικό σύστημα της γυναίκας.
[λόγ. < γαλλ. gynécologie < gynéco- = γυναικο- + -logie = -λογία]
- γυναικολογικός -ή -ό [jinekolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη γυναικολογία ή με το γυναικολόγο: Γυναικολογική εξέταση. Γυναικολογικές παθήσεις. Γυναικολογική κλινική. Έχει προβλήματα γυναικολογικής φύσεως. Γυναικολογική Εταιρεία, που την αποτελούν γυναικολόγοι.
[λόγ. < γαλλ. gynécologique < gynécolog(ie) = γυναικολογ(ία) -ique = -ικός]



