Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γ
1.260 εγγραφές [131 - 140]
γαλόνι 2 το : διακριτικό του βαθμού των στρατιωτικών: Πήρε δύο γαλόνια. (έκφρ.) μου ξηλώνουν τα γαλόνια, (για αξιωματικό) με καθαιρούν. (έχω) πλάκα τα γαλόνια, (για αξιωματικό) με μεγάλο βαθμό.

[γαλλ. gallon ή μέσω του ιταλ. gallon(e) -ι]

γαλοπούλα η [γalopúla] Ο25α αρσ. γάλος [γálos] Ο18 : μεγάλο οικόσιτο πουλί, με χαρακτηριστικά μεγάλο και γυμνό από φτερά λαιμό και πρόλοβο· διάνος, κούρκος, ινδιάνος: Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι είχαμε ~ γεμιστή. (έκφρ.) φουσκώνει σαν γάλος, περηφανεύεται, κορδώνεται.

[γάλ(ος) -οπούλα· ιταλ. gallo (d΄India) `κόκορας της Ινδίας΄ (δες Ινδιάνος) ]

γαλόπουλο το [γalópulo] Ο41 : το μικρό της γαλοπούλας.

[γάλ(ος) (δες στο γαλοπούλα) -όπου λο]

γαλότσα η [γalótsa] Ο25α : κοντή λαστιχένια μπότα που φοριέται πάνω από τα παπούτσια για προφύλαξη από τη βροχή, τη λάσπη και τα χιόνια.

[βεν. galozza]

γαλούχηση η [γalúxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γαλουχώ.

[λόγ. < μσν. γαλούχη(σις) `θηλασμός΄ -ση < γαλουχη- (γαλουχώ) -σις]

γαλουχία η [γaluxía] Ο25 : ο θηλασμός του βρέφους από τη μητέρα του κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του.

[λόγ. < ελνστ. γαλουχία]

γαλουχώ [γaluxó] -ούμαι Ρ10.9 : διαπαιδαγωγώ κπ. από τα πρώτα του βήματα, μορφώνω, ανατρέφω κπ. με βάση κυρίως υψηλές αρχές και ιδέες: Γαλουχήθηκαν / γαλουχημένοι με τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.

[λόγ. < ελνστ. γαλουχῶ `θηλάζω κπ.΄]

γάμα το [γáma] Ο (άκλ.) : 1. ονομασία του τρίτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Γ, γ): Kεφαλαίο / μικρό ~. 2. οτιδήποτε έχει το σχήμα του κεφαλαίου γράμματος Γ: Kαναπές / σύνθετο σε σχήμα ~. || (ειδικότ. ποδ.) το τμήμα της εστίας που βρίσκεται στη συμβολή του οριζόντιου δοκαριού με καθένα από τα δύο κάθετα: M΄ ένα δυνατό σουτ έστειλε την μπάλα στο ~ (της εστίας).

[λόγ. < αρχ. γάμμα (σημιτ. προέλ., πρβ. αραμ. gamlā, εβρ. gāmāl)· αρχ. προφ. [gamma], μετά την ελνστ. εποχή [γamma, γama] · (δες και Γ)]

γαμάτος -η -ο [γamátos] Ε3 : (λαϊκ., για πργ.) που τον θεωρούμε πολύ καλό στο είδος του· γαμιστερός: Πήρα μια μηχανή γαμάτη.

[γαμ(ώ) -άτος]

γαμέτης ο [γamétis] Ο10 : (βιολ.) αναπαραγωγικό κύτταρο, ειδικά των μονοκύτταρων οργανισμών.

[λόγ. < νλατ. gameta < αρχ. γαμέτης `σύζυγος΄]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες