Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γ
1.260 εγγραφές [1231 - 1240]
γυφταριό το [jiftarjó] Ο38 : ΣYN τσιγγαναριό. 1. (μειωτ.) μεγάλη ομάδα γύφτων: Έστησε το ~ τα τσαντίρια του. 2. (μτφ., οικ.) α. για ανθρώπους που αλλάζουν συχνά τόπο μόνιμης κατοικίας: Mε τόσα σπίτια που αλλάξαμε γίναμε ~. β. σπίτι ή χώρος βρόμικος και ακατάστατος: ~ το ΄κανες το σπίτι.

[γύφτ(ος) -αριό]

γυφτιά η [jiftxá] Ο24 : 1. (μειωτ.) το σύνολο των γύφτων: Πλάκωσε η ~. 2. (μτφ., οικ.) α. η βρομιά και ακαταστασία: H ~ του δε λέγεται. β. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από μικροπρέπεια, φιλαργυρία: Δε συνηθίζω να κάνω γυφτιές. γ. για πλήθος που του αποδίδουν αρνητικά χαρακτηριστικά ως προς την εμφάνιση, τη συμπεριφορά ή τον τόπο καταγωγής: Στη συγκέντρωση μαζεύτηκε όλη η ~.

[γύφτ(ος) -ιά]

γύφτικος -η -ο [jíftikos] Ε5 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε γύφτο: ~ μαχαλάς. ~ γάμος. Γύφτικα καρφιά, κοντά καρφιά με τετράγωνη διατομή και πλατύ πυραμιδωτό κεφάλι. (έκφρ.) καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι, ειρωνικά για κπ. που κορδώνεται και καμαρώνει υπερβολικά. || (ως ουσ.) τα γύφτικα, κατασκήνωση γύφτων ή περιοχή όπου μένουν γύφτοι. ΦΡ κάτι τρέχει στα γύφτικα, για κτ. που δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία: Δε θα ΄ρθει ο Γιάννης και κάτι τρέχει στα γύφτικα, πολύ που με νοιάζει. 2. (μτφ.) α. που είναι ελεεινός, εξαθλιωμένος, βρόμικος, χωρίς τις στοιχειώδεις ανέσεις του πολιτισμού: Γύφτικη ζωή. β. που είναι μικροπρεπής: Γύφτικη συμπεριφορά.

[μσν. γύφτικος < γύφτ(ος) -ικος]

γυφτο- [jifto] & γυφτό- [jiftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. ανήκει ή αναφέρεται στους γύφτους, στους τσιγγάνους: ~χώρι· γυφτόσπορος. β. (μτφ. ή κατ΄ επέκταση) είναι μικρό, άθλιο, βρόμικο, κακοφτιαγμένο: ~κάλυβο.

[θ. του εθν. ουσ. Γύφτ(ος) -ο-]

γυφτοπούλα η [jiftopúla] Ο25α : νεαρή γύφτισσα ή η κόρη του γύφτου.

[γύφτ(ος) -οπούλα]

γυφτόπουλο το [jiftópulo] Ο41 : νεαρός γύφτος ή ο γιος του γύφτου. || (πληθ.) νεαροί γύφτοι χωρίς διάκριση φύλου.

[γύφτ(ος) -όπουλο]

γύφτος ο [jíftos] Ο18 θηλ. γύφτισσα [jíftisa] Ο27 : 1. (μειωτ.) ο τσιγγάνος της Ελλάδας: Γύφτοι στήσανε τα τσαντίρια τους έξω από τη Λάρισα. Γέμισε ο τόπος γύφτους. Ήρθε μια γύφτισσα να μου πει τη μοίρα μου. ΦΡ τρέμει / κρυώνει σαν ~, κρυώνει πάρα πολύ. ΠAΡ Είδε ο ~ τη γενιά* του κι αναγάλλιασε η καρδιά του. Όλοι οι γύφτοι μια γενιά*. 2. (παρωχ.) α. τεχνίτης σιδηρουργός. β. οργανοπαίχτης: Φώναξαν τους γύφτους στο πανηγύρι. 3. (μτφ.) α. άνθρωπος μικροπρεπής και φιλάργυρος: Είναι μεγάλος ~, πεντάρα δεν του παίρνεις από τα χέρια του. β. αυτός που ζει σε συνθήκες βρομιάς και ακαταστασίας: Γίναμε γύφτοι. Zούμε σαν γύφτοι. γ. άνθρωπος υπερβολικά μελαχρινός. γυφτάκι το YΠΟKΟΡ. γυφτάκος ο YΠΟKΟΡ. γύφταρος ο MΕΓΕΘ.

[μσν. Γύφτος < αρχ. εθν. Aἰγύπτιος (με αποβ. του αρχικού άτ. φων., ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] και αποφυγή της χασμ.), επειδή θεωρούνταν πως κατάγονται από την Aίγυπτο (πρβ. ισπαν. Gitano, ιταλ. Gitano < *Aegyptanus = Aἰγύπτιος γύφτ(ος) -ισσα· γύφτ(ος) -άκος· γύφτ(ος) -αρος]

γυψαδόρος ο [jipsaδóros] Ο18 : αυτός που κατασκευάζει γύψινες διακοσμήσεις.

[γύψ(ος) -αδόρος]

γυψάς ο [jipsás] Ο1 : (οικ.) ο γυψαδόρος.

[γύψ(ος) -άς]

γύψινος -η -ο [jípsinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από γύψο: Γύψινες διακοσμήσεις. Γύψινο άγαλμα. Γύψινα εκμαγεία. ~ διάκοσμος μιας αίθουσας. || (ως ουσ.) τα γύψινα, οι γύψινες διακοσμήσεις, κυρίως της οροφής.

[λόγ. < ελνστ. γύψινος]

< Προηγούμενο   1... 122 123 [124] 125 126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες