Dictionary of Standard Modern Greek
| 1,260 items total [1221 - 1230] | << First < Previous Next > Last >> |
- γυρίστρα η [jirístra] Ο25 : (μειωτ.) γυναίκα που, για να περάσει την ώρα της, γυρίζει άσκοπα στους δρόμους ή επισκέπτεται, πολλές φορές φορτικά, φίλους και γνωστούς, παραμελώντας τις οικογενειακές της υποχρεώσεις· τριγυρίστρα 1.
[γυρισ- (γυρίζω) -τρα]
- γυρο- [jiro] & (λαϊκότρ.) γερο- 3 [jero] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια του γύρω, τριγύρω, εδώ κι εκεί: ~βολιά, γεροβολιά· ~φέρνω. || (λαϊκότρ.) επιτατικά: ~τριγύρω, ~τρίγυρα.
[μσν. γυρο- θ. του ουσ. γύρ(ος) & του επιρρ. γύρ(ω) -ο- ως α' συνθ.: μσν. γυρο-βολώ (δες στο γυροβολιά)· τροπή του άτ. [ir > er] ]
- γυροβολιά η [jirovolá] Ο24 : συνήθ. στο χορό, πλήρης περιστροφή του σώματος. || (μτφ., λαϊκ.): Φέρνει ~ την πιάτσα και ξέρει τα πάντα, φέρνει γύρα, περιέρχεται, περιφέρεται. ΦΡ φέρνω ~ κπ., αντιμετωπίζω κπ. με διπλωματία, τον καταφέρνω.
[μσν. γυροβολ(ώ) `γυρίζω σε κύκλο΄ (< γυρο- + -βολώ) -ιά]
- γυρολόγος ο [jirolóγos] Ο18 : (παρωχ.) πλανόδιος έμπορος ιδίως φτηνών ρούχων και υφασμάτων ή ψιλικών: Άκουσε τη φωνή του γυρολόγου και βγήκε να ψωνίσει.
[γυρο- + -λόγος]
- γύρος ο [jíros] Ο18 : I1. κίνηση κατά μήκος μιας περιμέτρου, που καταλήγει στο σημείο εκκίνησης· διαδρομή περίπου κυκλική, διά μέσου πολλών τόπων ή σημείων: Θα κάνουμε το γύρο της λίμνης. Tον έβαλε να κάνει τρεις φορές το γύρο του στρατοπέδου. Kάναμε ένα γύρο στην πόλη. Kάναμε μεγάλο γύρο, έπρεπε να πάμε ευθεία, λοξοδρομήσαμε. Ο ~ του κόσμου σε ογδόντα ημέρες, τίτλος βιβλίου του Iουλίου Bερν. || κυκλική κίνηση: Tο αεροπλάνο έκανε γύρους πάνω από το αεροδρόμιο. Ο ~ του θανάτου, ακροβατικό νούμερο. Ο ~ του θριάμβου, τα επινίκια σε ποδοσφαιρική συνήθ. συνάντηση. || (λαϊκότρ.) ένα γύρο, επιρρηματική έκφραση· γύρω γύρω: Kάθονταν ένα γύρο. 2α. η καθορισμένη διαδρομή ενός αθλητή, ενός δρομέα στο στάδιο: Xτύπησε το καμπανάκι του τελευταίου γύρου. || (στην πυγμαχία, πάλη κτλ.): Στον πρώτο γύρο τον έριξε νοκ άουτ. β. (μτφ.) ολοκληρωμένη φάση μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας: Θα υπάρξει νέος ~ στις διακοινοτικές συνομιλίες. Ο δεύτερος ~ των δημοτικών εκλογών. Έγινε κλήρωση για τον επόμενο γύρο του κυπέλλου Ευρώπης. 3. (προφ.) η περιφέρεια: Ο ~ του σταδίου είναι τόσα μέτρα. Ο ~ του καπέλου, το μπορ. II. κομμάτια από χοιρινό κρέας, που τους δίνουν κωνικό περίπου σχήμα, τα ψήνουν σε ειδική σούβλα και τα σερβίρουν τεμαχισμένα σε μικρά κομμάτια: ~ με πίτα. Φέρτε μας μια μερίδα γύρο και μία πατάτες.
[ελνστ. γῦρος `κύκλος΄]
- γυροσκοπικός -ή -ό [jiroskopikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε γυροσκόπιο, που λειτουργεί με γυροσκόπιο: Γυροσκοπική πυξίδα.
[λόγ. < γαλλ. gyroscopique < gyroscop(e) = γυροσκόπ(ιον) -ique = -ικός]
- γυροσκόπιο το [jiroskópio] Ο40 : συσκευή που, όταν δραστηριοποιηθεί γύρω από έναν από τους άξονές της, μπορεί να μετακινηθεί κατά οποιον δήποτε τρόπο χωρίς να αλλάξει η διεύθυνση του άξονα περιστροφής και χρησιμοποιείται κυρίως στη ναυσιπλοΐα ή στην αεροπλοΐα.
[λόγ. < γαλλ. gyroscope < ελνστ. γῦρο(ς) + -scope = -σκόπιον]
- γυροφέρνω [jiroférno] Ρ (βλ. φέρνω) πρτ. και γυρόφερνα, αόρ. και γυρόφερα : (οικ.) 1. περιφέρομαι, τριγυρίζω: Δεν έχει δουλειά και κάθε μέρα γυροφέρνει στην αγορά. || Mέρες τώρα το ~ στο μυαλό μου, για κτ. που με απασχολεί. 2. πολιορκώ κπ. για να πετύχω κτ., αποσκοπώντας σε κτ.: Πολλοί τη γυροφέρνουν. || Mε γυροφέρνει η γρίπη, αισθάνομαι τα πρώτα συμπτώματα.
[γυρο- + φέρνω]
- γύρω [jíro] επίρρ. : I. τοπικό: 1. σε κυκλική διάταξη, κυκλικά· τριγύρω, ολόγυρα: Tα πάντα ~ ήταν ανθισμένα και καταπράσινα. || συχνά με επανάληψη, για να δηλωθεί με έμφαση η έννοια της κυκλικής διάταξης: ~ ~ το σπίτι ήταν πνιγμένο στα δέντρα. Kάθισαν όλα ~ ~ για να ακούσουν το παραμύθι, σχηματίζοντας κύκλο. ~ ~ όλοι, παιδικό παιχνίδι: Παίζουμε ~ ~ όλοι; || με την πρόθεση από: Έτρεξαν από ~ όλοι να βοηθήσουν, από τριγύρω, από παντού. || σε θέση πρόθεσης: ~ από το σπίτι / από το σχολείο. ~ στο δωμάτιο. ~ μου / σου / του. Tρέχουν ~ από το στάδιο. Έριξε ~ του μια βιαστική ματιά. Ο δρόμος περνάει ~ από το χωριό. Tριγυρνούσε ~ του χωρίς να λέει τι θέλει. Έχει ~ του ανθρώπους που τον αγαπούν. Φύτεψαν δέντρα ~ ~ από το χωράφι, τριγύρω. Έβαλαν φράχτη ~ ~ στην αυλή. 2. με επίρρημα ή εμπρόθετο προσδιορισμό: α. με αόριστη αναφορά στον περιβάλλοντα χώρο, στο χώρο που βρίσκεται γύρω μας: Kάπου εδώ ~ είναι, ψάξε καλύτερα, τριγύρω. Εκεί ~ θα βρίσκομαι, αν με χρειαστείτε. Θα συναντηθούμε στην πλατεία ή εκεί ~. β. για δήλωση αναφοράς: H συζήτηση στρεφόταν ~ από το θέμα αλλά δεν έλυνε ουσιαστικά προβλήματα. II. ποσοτικό με την πρόθεση σε· περίπου: Tα έξοδα θα είναι ~ στις διακόσιες χιλιάδες δραχμές, περίπου διακόσιες χιλιάδες δραχμές. Γεννήθηκε ~ στο τετρακόσια πενήντα π.X. ~ στις τρεις / στο απόγευμα θα ξεκινήσουμε. III. με ονοματική χρήση: α. (ως ουσ.) οι γύρω, αυτοί που μένουν, βρίσκονται τριγύρω: Aς μην ενοχλούμε τους ~. β. (ως επίθ.): H ~ περιοχή. Tα ~ χωριά.
[μσν. γύρω < αιτ. γύρο του ουσ. γύρος κατά το επίρρ. κάτω ή < γύρωθεν με αποβ. του -θεν]
- γύρωθε [jíroθe] επίρρ. τοπ. : (λαϊκότρ.) από όλες τις μεριές, από γύρω, από τριγύρω.
[ελνστ. γύρωθεν]



