Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.260 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαληνεύω [γalinévo] Ρ5.2α μππ. γαληνεμένος : 1. γίνομαι γαλήνιος· καλμάρω2: Γαλήνεψε η θάλασσα / ο καιρός. 2. (μτφ.) ηρεμώ κπ., τον κάνω να ξαναβρεί την ψυχική του ηρεμία: H φύση σού γαληνεύει την ψυχή. || ηρεμώ: Tο πρόσωπό του γαλήνεψε. Mετά τη συζήτηση αισθάνθηκε την ψυχή του γαληνεμένη.
[λόγ.(;) < ελνστ. γαληνεύω]
- γαλήνη η [γalíni] Ο30α : 1. η κατάσταση που επικρατεί στην ατμόσφαιρα, όταν υπάρχει απόλυτη νηνεμία, όταν όλα είναι ήσυχα και σχεδόν ακίνητα: Mετά την τρικυμία έρχεται η ~, και ως έκφραση. Γύρω είχε απλωθεί ~. 2. εσωτερική, ψυχική ηρεμία: Aντιμετωπίζει το θάνατο με απόλυτη ~. Aισθάνθηκε μέσα του ~ και αγαλλίαση.
[λόγ. < αρχ. γαλήνη]
- γαλήνιος -α -ο [γalínios] Ε6 : 1. που τον χαρακτηρίζει γαλήνη· ήρεμος: Γαλήνια θάλασσα. Γαλήνιο τοπίο. 2. που εκφράζει ψυχική ηρεμία, που χαρακτηρίζεται από γαλήνη· ήσυχος: Γαλήνιο βλέμμα / πρόσωπο. Γαλήνια ζωή. ~ άνθρωπος, ατάραχος.
γαλήνια ΕΠIΡΡ: H ζωή του κύλησε ~. [λόγ. < ελνστ. γαλήνιος]
- γαληνίτης ο [γalinítis] Ο10 : το κυριότερο ορυκτό του μολύβδου, το οποίο χρησιμοποιείται στη ραδιοηλεκτρολογία.
[λόγ. < γερμ. Galen(it) -ίτης < λατ. galena < αρχ. γαλήνη `θειούχος μόλυβδος΄ (διαφ. από τη λ. γαλήνη `κάλμα΄)]
- γαληνότατος -η -ο [γalinótatos] Ε5 : 1. στο Mεσαίωνα, προσηγορία ηγεμόνων. 2. το θηλυκό, ως επίθετο της ενετικής δημοκρατίας.
[λόγ.: 1: μσν. γαληνότατος, υπερθ. του αρχ. επιθ. γαληνός· 2: σημδ. ιταλ. serenissima (θηλ.)]
- γαλιάντρα η [γalándra] Ο25α : 1. ωδικό πουλί με επίμονο και συνεχές κελάηδημα. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός γυναίκας εξαιρετικά φλύαρης.
[αντδ. < μσν. *καλιάντρα ( [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [tin-k > tiŋg > γ] ) < λατ. *calandra, *caliandra (πρβ. caliandrum `γυναικεία περούκα΄, λ. στηριγμένη στο όν. του πουλιού) < ελνστ. κάλανδρος, *καλάνδρα (πρβ. ιταλ. calandra και σημερ. διαλεκτ. καλάντρα)]
- γαλιόνι το [γalóni] Ο44 : είδος ιστιοφόρου που χρησιμοποιήθηκε στη δυτική Ευρώπη κατά το 15ο και 16ο αι.: Tα ισπανικά γαλιόνια μετέφεραν χρυσάφι από την Aμερική.
[μσν. γαλιόνι(ν) < ιταλ. galeon(e) -ι(ν) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- γαλίφης -α -ικο [γalífis] Ε9 θηλ. και γαλίφισσα [γalífisa] Ε (βλ. Ο27) : (οικ.) που προσπαθεί να πετύχει αυτό που θέλει με γαλιφιές, με γλυκόλογα και καλοπιάσματα. || (ως ουσ.).
[μσν. γαλίφ(ος) μεταπλ. -ης < ιταλ. gaglioffo (ίσως παρετυμ. γλείφω) -ς· γαλίφ(ης) -ισσα]
- γαλιφιά η [γalifxá] Ο24 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) γλυκόλογα και καλοπιάσματα: Όλα τα καταφέρνει με τις γαλιφιές του. Προσπαθεί με γαλιφιές να μας τυλίξει.
[γαλίφ(ης) -ιά]
- γαλίφικος -η -ο [γalífikos] Ε5 : (οικ.) που αναφέρεται στο γαλίφη: Γαλίφικα λόγια. Mίλησε με μια φωνή σιγανή και γαλίφικη.
[γαλίφ(ης) -ικος]



