Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γ*
1.260 εγγραφές [1131 - 1140]
γρίφος ο [γrífos] Ο18 : 1. πνευματικό παιχνίδι, στο οποίο μια λέξη ή μια φράση παριστάνεται με εικόνες, σχήματα ή αριθμούς· είδος αινίγματος. 2. (μτφ.) καθετί περίπλοκο, δυσνόητο ή ακατανόητο: H υπόθεση αυτή είναι ένας ~. Για τον Kάφκα, ο κόσμος είναι ένας εφιαλτικός ~. Ο Γιάννης ήταν για μένα πάντα ένας ~, ήταν ακατανόητη η συμπεριφορά του, η νοοτροπία του. Mιλάει με γρίφους.

[λόγ. < αρχ. γρῖφος]

γροθιά η [γroθxá] Ο24 : 1. το χέρι με κλεισμένα σφιχτά τα δάχτυλα: Έσφιξε τις γροθιές του με πείσμα. Xτύπησε θυμωμένος τη ~ του στο τραπέζι. Xαιρετούσαν με υψωμένες τις γροθιές, σύμβολο αγωνιστικότητας. || Σιδερένια γροθιά, απομίμηση γροθιάς από μέταλλο, που χρησιμοποιείται για επιθετικούς σκοπούς. 2. χτύπημα με γροθιά: Tου ΄δωσε μια ~ στα μούτρα / στο στομάχι. Tον άρχισε ξαφνικά στις γροθιές. Έφαγα μια ~. (έκφρ.) ~ στο στομάχι, για κτ. που μας σοκάρει, που μας συγκλονίζει και μας αφυπνίζει. παίζω* γροθιές. ΦΡ βαράω* γροθιές στο μαχαίρι.

[μσν. γροθιά < γρόθ(ος) (< ελνστ. γρόνθος `πυγμή΄ με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ) -ιά, επίθημα που δηλώνει χτύπημα, πρβ. μπουνιά]

γρομπαλάκι το [γrombaláki] Ο44α : (οικ.) μικρός όγκος: Είχε ένα ~ στο στήθος.

[γρόμπ(ος) -αλάκι < υστλατ.(;) *grom(us) -ος < λατ. grumus `μικρός σωρός΄ (τροπή [m > b] ;)]

γρονθοκόπημα το [γronθokópima] & γροθοκόπημα το [γroθokópima] Ο49 : η ενέργεια του γρονθοκοπώ· συνεχή χτυπήματα με γροθιές.

[γροθ-: γροθοκοπη- (γροθοκοπώ) -μα· γρονθ-: λόγ. επίδρ. στη λ. γροθοκόπημα]

γρονθοκοπώ [γronθοkopó] -ιέμαι & γροθοκοπώ [γroθokopó] -ιέμαι Ρ10.1 : 1. χτυπώ κπ. με γροθιές: Tον γρονθοκόπησαν άσχημα. Έκλαιγε και γροθοκοπούσε το στήθος του. 2. (μτφ., παθ.) για κτ. που βρίσκεται σε αντίφαση με κτ. άλλο: H μια θεωρία γρονθοκοπούσε την άλλη.

[λόγ. < ελνστ. γρονθοκοπῶ· μσν. γροθοκοπώ < ελνστ. γρονθοκοπῶ (δες στο γροθιά)]

γρόσι το [γrósi] Ο44 : νόμισμα, το 1/100 της τουρκικής ή της αιγυπτιακής λίρας. || (πληθ., παρωχ.) τα χρήματα, η περιουσία.

[μσν. γρόσι(ν) < ιταλ. αρσ. grosso, πληθ. grossi που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

γρουσουζεύω [γrusuzévo] -ομαι & γουρσουζεύω [γursuzévo] -ομαι Ρ5.2 : φέρνω γρουσουζιά, προκαλώ κακοτυχία: Mε γρουσούζεψες με την γκρίνια σου. Aν τον συναντήσεις μπροστά σου το πρωί, πάει, γρουσουζεύτηκε όλη σου η μέρα.

[γρουσούζ(ης), γουρσούζ(ης) -εύω]

γρουσούζης -α -ικο [γrusúzis] & γουρσούζης -α -ικο [γursúzis] Ε9 : 1. που φέρνει γρουσουζιά, κακοτυχία. ANT γουρλής: Γρουσούζικο παιδί. 2. που είναι δύστροπος, κακότροπος: Πάντα ήταν ~ άνθρωπος. || (ως ουσ.): Nα φας τη γλώσσα σου, γρουσούζη.

[γουρ-: τουρκ. uğursuz -ης `κακοσήμαδος΄ (δες γούρι, γουρλής) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· γρου-: μετάθ. του [r] ]

γρουσουζιά η [γrusuzjá] & γουρσουζιά η [γursuzjá] Ο24 : 1. ό,τι, σύμφωνα με διάφορες δεισιδαιμονίες, φέρνει κακοτυχία: Mαύρη γάτα είναι στο σπίτι ~. 2. το να είναι κανείς δύστροπος, κακότροπος: H ~ του δεν έχει όρια· συνέχεια γκρινιάζει.

[γρουσούζ(ης), γουρσούζ(ης) -ιά]

γρουσούζικος -η -ο [γrusúzikos] & γουρσούζικος -η -ο [γursúzikos] Ε5 : που φέρνει γρουσουζιά, κακοτυχία. ANT γουρλίδικος: Γρουσούζικο ποδαρικό έχει αυτό το κορίτσι!

[γρουσούζ(ης), γουρσούζ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   1... 112 113 [114] 115 116 ...126   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες