Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.137 εγγραφές [1101 - 1110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βύθισμα το [víθizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυθίζω. || (ναυτ.) το τμήμα του πλοίου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, από την ίσαλη γραμμή ως την καρίνα: Πρυμναίο / πρωραίο / μεσαίο ~. Πλοίο με ~ δεκαπέντε ποδών. || (γεωλ.) κάθε περιοχή του φλοιού της γης που είναι χαμηλότερη από αυτές που την περιβάλλουν.
[λόγ. βυθισ- (βυθίζω) -μα]
- βυθο- [viθo] : (συνήθ. επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο βυθό, κυρίως της θάλασσας: ~κόρος, ~σκόπιο. || ~μετρώ.
[λόγ. θ. του ουσ. βυθ(ός) -ο-]
- βυθοκόρος ο [viθokóros] Ο18 : πλωτός μηχανικός εκσκαφέας που χρησιμοποιείται για να εκβαθύνει ή να καθαρίσει τον πυθμένα θαλασσών, ποταμών ή λιμνών.
[λόγ. βυθο- + αρχ. ρ. κορ(έω) `σκουπίζω΄ -ος κατά το νεωκόρος μτφρδ. γαλλ. cure-mἄle]
- βυθομέτρηση η [viθométrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυθομετρώ.
[βυθομετρη- (βυθομετρώ) -σις > -ση]
- βυθόμετρο το [viθómetro] Ο42 : ειδικό μηχάνημα ή όργανο με το οποίο γίνεται η βυθομέτρηση: Hχητικό ~.
[λόγ. βυθο- + -μετρον μτφρδ. γαλλ. bathomètre < αρχ. βαθ(ύς) -ο- + -mètre = -μετρον]
- βυθομετρώ [viθometró] -ούμαι Ρ10.9 : μετρώ με ειδικά μηχανήματα και συσκευές το βάθος θάλασσας, λίμνης, ποταμού κτλ. σε μια ορισμένη θέση.
[βυθο- + -μετρώ]
- βύθος το [víθos] Ο46 : (λαϊκότρ.) η κατάσταση νάρκης, λήθαργου, κώματος λόγω εξάντλησης, ασθένειας: Ο άρρωστος έπεσε σε ~.
[μσν. βύθος < βυθ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
- βυθός ο [viθós] Ο17 : 1. το στερεό έδαφος που πάνω του βρίσκεται ο υδάτινος όγκος των θαλασσών, ποταμών και λιμνών· πυθμένας: Ομαλός / ανώμαλος / επικλινής ~. Tο ναυάγιο έμεινε για αιώνες στο βυθό της θάλασσας. Aνέσυραν το πτώμα από το βυθό της λίμνης. 2. τα κατώτερα, βαθύτερα στρώματα της θάλασσας: Ψάρια / οργανισμοί του βυθού. Aποστολές / όργανα εξερεύνησης του βυθού. || H μέθη* του βυθού / των δυτών. || (στρατ.) Bόμβα βυθού, ειδικός εκρηκτικός μηχανισμός, κατάλληλος για την προσβολή υποβρύχιων στόχων.
[αρχ. βυθός]
- βυθοσκόπηση η [viθoskópisi] Ο33 : η εξέταση με κατάλληλα όργανα του βυθού της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών.
[λόγ. βυθοσκοπη- (βυθοσκοπώ) -σις > -ση]
- βυθοσκόπιο το [viθoskópio] Ο42 : όργανο κατάλληλο για την παρατήρηση του βυθού της θάλασσας σε μικρό βάθος· γυαλί2β.
[λόγ. βυθο(σκο πώ) -σκόπιον]



