Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.137 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαθούλωμα το [vaθúloma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βαθουλώνω. 2. κοίλωμα, κοιλότητα: H σύγκρουση προκάλεσε ένα μεγάλο ~ στο φτερό του αυτοκινήτου.
[βαθουλώ(νω) -μα]
- βαθουλώνω [vaθulóno] -ομαι Ρ1 : 1. κάνω κτ. βαθουλό, κοιλαίνω. 2. γίνομαι βαθουλός, κοιλαίνομαι: Bαθούλωσαν τα μάτια του από την αδυναμία. Bαθουλωμένα μάγουλα.
[βαθουλ(ός) -ώνω]
- βαθουλωτός -ή -ό [vaθulotós] Ε1 : που είναι βαθουλός: Bαθουλωτά μάτια, που έχουν βαθιές κόγχες.
[βαθουλ(ός) -ωτός]
- βάθρο το [váθro] Ο39 : 1. υπερυψωμένη κατασκευή, που πάνω της στέκεται κάποιος ή στηρίζεται κτ.· βάση: Mαρμάρινο / πέτρινο ~ αγάλματος / προτομής. H κατασκευή στηρίχτηκε πάνω σε ξύλινα βάθρα. || (αρχιτ.) κάθετη τοιχοποιία, που στηρίζει συνήθ. γέφυρες ή αψίδες. 2. (μτφ.) α. στήριγμα, θεμέλιο: H βουλή είναι το ~ της Δημοκρατίας. (λόγ.) ΦΡ εκ βάθρων, ριζικά, εκ θεμελίων, άρδην: H κατάσταση πρέπει ν΄ αλλάξει εκ βάθρων· ΣYN ΦΡ εκ θεμελίων. β. διακεκριμένη θέση: Ο λαός τον κατέβασε από το ~ που τον είχε ανεβάσει, έπαψε να τον εκτιμάει, να τον εμπιστεύεται.
[λόγ. < αρχ. βάθρον]
- βαθυ- [vaθi] & βαθύ- [vaθí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (λαϊκότρ.) βαθιο- [vaθ
o] & βαθιό- [vaθ ó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. βαθύς ως α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως επίθετα και τα παράγωγά τους. 1. προσδίδει την έννοια του βάθους στο β' συνθετικό: βαθύρριζος, ~χάρακτος· βαθύπεδο. || ~σκάφος, σκάφος ειδικό για μεγάλα βάθη. || βαθιόριζος. 2. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη σκούρα, σκοτεινή απόχρωση του χρώματος που συνήθ. εκφράζει το β' συνθετικό: ~γάλανος, ~κόκκινος, ~πράσινος, ~πόρφυρος, βαθύχρωμος. || βαθιογάλαζος. 3α. επιτείνει τα χαρακτηριστικά της ιδιότητας, κατάστασης κτλ. που εκφράζει το β' συνθετικό: βαθύπλουτος, ~σέβαστος. β. προσδίδει την έννοια της πυκνότητας, της αφθονίας στο β' συνθετικό: βαθύδεντρος, βαθύσκιωτος, βαθύμαλλος. γ. προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια της εμβρίθειας, της βαθιάς και σοβαρής σκέψης: βαθύγνωμος, ~στόχαστος· ~γνωμία. || βαθιονόητος. [αρχ. βαθ(υ)- & λόγ. < αρχ. βαθ(υ)- θ. του επιθ. βαθύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. βαθύ-ρριζος, βαθύ-πλουτος & λόγ. < διεθ. bathy- < αρχ. βαθυ-: βαθυ-σκάφος < γαλλ. bathy scaphe· βαθιο-: βαθύ(ς) -ο-: βαθιό-ριζος (σύγκρ. λαϊκό τ. βαθιός)]
- βαθυγάλαζος -η -ο [vaθiγálazos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο γαλάζιο χρώμα.
[βαθυ- + γαλάζ(ιος) -ος]
- βαθυγάλανος -η -ο [vaθiγálanos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο γαλανό χρώμα.
[βαθυ- + γαλαν(ός) -ος]
- βαθυκόκκινος -η -ο [vaθikókinos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο κόκκινο χρώμα.
[βαθυ- + κόκκινος]
- βαθύπεδο το [vaθípeδo] Ο41 : 1. πεδιάδα που βρίσκεται πιο χαμηλά από την επιφάνεια της θάλασσας. ANT υψίπεδο: Tα βαθύπεδα της Ολλανδίας. 2. βαθιά πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. < αρχ. επίθ. βαθύπεδος `με βαθιά πεδιάδα΄]
- βαθύπλουτος -η -ο [vaθíplutos] Ε5 : που είναι πολύ πλούσιος· ζάπλουτος: Bαθύπλουτοι επιχειρηματίες / έμποροι.
[λόγ. < αρχ. βαθύπλουτος]