Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Β
1.137 εγγραφές [151 - 160]
βάναυσος -η -ο [vánafsos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η βιαιότητα και η σκληρότητα, απότομος, σκληρός: ~ άνθρωπος. Bάναυσοι τρόποι. Bάναυση συμπεριφορά. βάναυσα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε σκληρά και ~. Tην έσπρωξε / τη χτύπησε ~, με σκληρότητα.

[λόγ. < αρχ. βάναυσος]

βαναυσότητα η [vanafsótita] Ο28 : η ιδιότητα του βάναυσου· τραχύτητα, σκληρότητα.

[λόγ. βάναυσ(ος) -ότης > -ότητα]

βανδαλικός -ή -ό [vanδalikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που χαρακτηρίζει τους βανδάλους.

[λόγ. βάνδαλ(ος) -ικός]

βανδαλισμός ο [vanδalizmós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : βάρβαρη, καταστροφική πράξη: Οι φίλαθλοι μετά τον αγώνα επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς και βιαιότητες. || (ειδικότ.) καταστροφή έργων τέχνης και πολιτισμού: H καταστροφή μνημείων είναι ασυγχώρητος ~.

[λόγ. < γαλλ. vandalisme < εθν. Vandal(e) `Βάνδαλος΄ -isme = -ισμός]

βάνδαλος ο [vánδalos] Ο20α : αυτός που προξενεί καταστροφές· βάρβαρος: Mετά την πτώση της Ρωμαϊκής Aυτοκρατορίας, ορδές βανδάλων κατέκλυσαν την Ευρώπη. || (ειδικότ.) αυτός που καταστρέφει μνημεία και έργα τέχνης: Γκρέμισαν τα νεοκλασικά κτίρια, οι βάνδαλοι!

[λόγ. εν. < υστλατ. εθν. πληθ. Vandali]

βάνδαλος -η -ο [vánδalos] Ε5 : που αναφέρεται ή που χαρακτηρίζει τους βανδάλους· βάρβαρος: Bάνδαλη συμπεριφορά.

[λόγ. επίθ. < ουσ. βάνδαλος]

βανίλια η [vaníla] Ο25α : 1α. το φυτό και ο ομώνυμος καρπός που χρησιμοποιείται κυρίως στη ζαχαροπλαστική. β. αρωματική ουσία που εξάγεται από το παραπάνω φυτό ή που παρασκευάζεται χημικά: Άρωμα βανίλιας. 2α. γλυκό κουταλιού με μαστίχα Xίου και άρωμα βανίλιας· υποβρύχιο2: Γκαρσόν, φέρε μου μια ~. β. διάφορα γλυκίσματα ή ποτά που περιέχουν άρωμα βανίλιας: Γλυκό / παγωτό ~.

[ιταλ. vaniglia]

βάνω [váno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λαϊκότρ.) βάζω.

[μσν. βάνω < βάλνω < αρχ. βάλλω]

βαπόρι το [vapóri] Ο44 : πλοίο που κινείται με μηχανή· καράβι: Δουλεύει / μπάρκαρε στα βαπόρια, εργάζεται ως ναυτικός. ΦΡ γίνομαι ~, θυμώνω πολύ, εξοργίζομαι. κάνω κπ. ~, τον κάνω να θυμώσει πολύ, να εξοργιστεί· ΣYN ΦΡ γίνομαι / κάνω κπ. μπαρούτι. βαποράκι το YΠΟKΟΡ 1. ~ της γραμμής, πλοιάριο που εκτελεί συγκεκριμένη συγκοινωνία, διαδρομή. 2. (μτφ.) άτομο που χρησιμοποιείται για τη διακίνηση ναρκωτικών: Είναι / κάνει το ~.

[ιταλ. vapor(e) -ι, ουδ. αναλ. προς το καράβι]

βαποριά η [vaporjá] Ο24 : (οικ.) το περιεχόμενο, το φορτίο ενός βαποριού: Tο πλοίο ξεφόρτωσε στο λιμάνι μια ~ κάρβουνο.

[βαπόρ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   1... 14 15 [16] 17 18 ...114   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες