Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.137 εγγραφές [1111 - 1120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βυθοσκοπώ [viθoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : εξετάζω με κατάλληλα όργανα το βυθό της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών.
[λόγ. βυθ(ός) -ο- + -σκοπώ]
- βύνη η [víni] Ο30 : ο καρπός του κριθαριού που η βλάστησή του έχει διακοπεί με ειδική επεξεργασία (ελαφρό καβούρντισμα): H ~ χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή μπίρας.
[λόγ. < ελνστ. βύνη]
- βύρσα η [vírsa] Ο25 : (λόγ.) κατεργασμένο δέρμα ζώου· τομάρι.
[λόγ. < αρχ. βύρσα]
- βυρσοδεψείο το [virsoδepsío] Ο39 : εργοστάσιο ή εργαστήριο κατεργασίας δερμάτων.
[λόγ. < ελνστ. βυρσοδεψεῖον]
- βυρσοδέψης ο [virsoδépsis] Ο10 : τεχνίτης που κατεργάζεται δέρματα ζώων. || ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου.
[λόγ. < αρχ. βυρσοδέψης]
- βυρσοδεψία η [virsoδepsía] Ο25 : η κατεργασία δερμάτων ζώων και η σχετική βιοτεχνία ή βιομηχανία.
[λόγ. βυρσοδέψ(ης) -ία]
- βύσμα το [vízma] Ο48 : 1. (ηλεκτρολ.) εξάρτημα στην άκρη καλωδίου που εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή των ηλεκτρικών συσκευών και τις τροφοδοτεί με ρεύμα· (πρβ. φις): Bάζω / βγάζω το ~. Tηλεφωνικό ~, μικρό κυλινδρικό στέλεχος που μπαίνει σε ειδική υποδοχή και αποκαθιστά την τηλεφωνική επαφή. ~ μπανάνα*. 2. (ιατρ.) α. πώμα συνήθ. από γάζα και βαμβάκι, με το οποίο φράζονται διάφορα σημεία ή κοιλότητες του σώματος που αιμορραγούν. β. μάζα από κυψελίδα και σκόνη που σχηματίζεται στο εσωτερικό του αυτιού. 3. (προφ.) α. το μέσο1: Έβαλα ~ για να κόψω τη μετάθεση στα σύνορα. β. αυτός που χρησιμοποιεί πλάγια μέσα: Είναι μεγάλο ~, ο θείος του είναι στρατηγός.
[λόγ. < αρχ. βύσμα `βούλωμα΄]
- βυσμάτωμα το [vizmátoma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια και ιδίως το αποτέλεσμα του βυσματώνω: Tέτοιο ~ δεν είχα φάει ούτε όταν ήμουν νέος στη μονάδα.
[βυσματώ(νω) -μα]
- βυσματώνω [vizmatóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) χρησιμοποιώ πλάγια μέσα για να αποκτήσω μια θέση ή προνόμια με αποτέλεσμα να τα στερηθεί κάποιος άλλος: Θα έπαιρνα άδεια αυτή τη βδομάδα αλλά με βυσμάτωσαν.
[βυσματ- (βύσμα) -ώνω]
- βυσσινάδα η [visináδa] Ο26 : αναψυκτικό που παρασκευάζεται με χυμό βύσσινων διαλυμένο μέσα σε νερό.
[βύσσιν(ο) -άδα]



