Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βασίλειο το [vasílio] Ο40 : 1. η χώρα, η επικράτεια στην οποία ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς: Tο ~ του Bελγίου. Tο βασίλειό του απλωνόταν σ΄ όλη την Ευρώπη. || (μτφ. για δήλωση μεγάλης, ανεκτίμητης αξίας): H αγάπη σου αξίζει ένα ~. Δε θα κάνω αυτή την ατιμία, ακόμα κι αν μου χαρίσεις ολόκληρο ~. ΦΡ σόι πάει το ~, για περιπτώσεις όπου οι απόγονοι έχουν ίδια προτερήματα, ελαττώματα ή συνήθειες με τους προγόνους τους. 2. (μτφ.) χώρος, περιοχή όπου κυριαρχεί, επικρατεί κάποιος ή κτ.: Ο χώρος της μουσικής είναι το βασίλειό του. Tο ~ της φαντασίας. || Tο ~ της νύχτας, οι δραστηριότητες που συμβαίνουν μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας και έχουν άμεση σχέση κυρίως με τη νυχτερινή διασκέδαση. ΦΡ το ~ των νεκρών, ο Άδης. 3. (βιολ.) καθεμιά από τις δύο μεγάλες ομάδες στις οποίες διακρίνονται και ταξινομούνται οι ζωντανοί οργανισμοί: Zωικό / φυτικό ~.
[ελνστ. βασίλειον, αρχ. σημ.: `παλάτι, πρωτεύουσα΄]



