Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Β*
1.137 εγγραφές [131 - 140]
βάμβακας ο [vámvakas] Ο5 γεν. και βάμβακος : (λόγ.) το βαμβάκι: Εκ κοκκιστήρια / παραγωγή βάμβακος.

[λόγ. < μσν. βάμβαξ, αιτ. -ακα < ελνστ. πάμβαξ (προφ. [pámbaks] ) με αφομ. ηχηρ. [p-mb > b-mb] < περσ. pänbäk]

βαμβακέλαιο το [vamvakéleo] Ο41 : λάδι που βγαίνει από τους σπόρους του βαμβακιού.

[λόγ. βαμβακ(ο)- + -έλαιον μτφρδ. αγγλ. cottonseed oil]

βαμβακένιος -α -ο [vamvakéos] & μπαμπακένιος -α -ο [babakéos] Ε4 : (προφ.) που είναι κατασκευασμένος από βαμβάκι.

[λόγ. επίδρ. στο μπαμπακένιος < μπαμπάκ(ι) -ένιος]

βαμβακερός -ή -ό [vamvakerós] & μπαμπακερός -ή -ό [babakerós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος από βαμβάκι: Bαμβακερό ύφασμα. Bαμβακερές κάλτσες / μπλούζες / κλωστές. || (ως ουσ.) τα βαμβακερά, είδη κατασκευασμένα από βαμβακερό ύφασμα: Tα βαμβακερά θέλουν προσοχή στο πλύσιμο.

[μπαμπ-: μσν. βαμπακερός με ολική αφομ. προς το [mb] < βαμπάκ(ι) -ερός· βαμβ-: λόγ. επίδρ.]

βαμβάκι το [vamváki] & μπαμπάκι το [babáki] Ο44 : 1. λευκή ινώδης ύλη που παράγεται από το ομώνυμο φυτό και χρησιμοποιείται, κατάλληλα επεξεργασμένη, στην κλωστοϋφαντουργία, στη φαρμακευτική και για οικιακή χρήση: Aκρίβυναν τα βαμβακερά μετά την αύξηση της τιμής του βαμβακιού. Πάρε ένα πακέτο ~. Kαθάρισα την πληγή με λίγο ~ και νερό. ΦΡ σφάζει με το ~, για κπ. που λέει σκληρά λόγια ή ασκεί αυστηρή κριτική με ήπιο και μαλακό τρόπο. 2. το φυτό από το οποίο παράγεται το βαμβάκι· βαμβακιά: Xωράφια φυτεμένα με ~. Tα μπαμπάκια πήγαν καλά φέτος. βαμβακάκι το YΠΟKΟΡ.

[βαμβ-: λόγ. επίδρ. στα βαμπάκι, μπαμπάκι (πρβ. μσν. βαμβάκι(ο)ν)· μπαμπ-: < βαμπάκι με ολική αφομ. προς το [mb] ]

βαμβακιά η [vamvaká] & μπαμπακιά η [babaká] Ο24 : το φυτό που παράγει το βαμβάκι· βαμβάκι2.

[μπαμπ-: μπαμπάκ(ι) -ιά· βαμβ-: λόγ. επίδρ.]

βαμβακίαση η [vamvakíasi] Ο33 : ασθένεια διάφορων φυτών και δέντρων· (για αμπέλι) ο περονόσπορος.

[λόγ. βαμβάκ(ιον) + -ία(σις) -ση απόδ. του λαϊκού μπαμπακάδα (ίδ. σημ.) < μπαμπάκ(ι) -άδα]

βαμβακο- [vamvako] & βαμβακό- [vamvakó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & βαμβακ- [vamvak], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & μπαμπακο- [babako] & (λαϊκότρ.) βαμπακο- [vambako] : το ουσ. βαμβάκι ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. συνήθ. δηλώνει ότι το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο βαμβάκι, είναι κατάλληλο, ειδικό γι΄ αυτό: βαμβακαγορά, ~ϋφαντουργία· ~καλλιέργεια, ~παραγωγή, ~φυτεία, καλλιέργεια, παραγωγή κτλ. βαμβακιού· ~κλωστήριο, ~μηχανή, κλωστήριο κτλ. ειδικά για το βαμβάκι. || ~φυτεία, μπαμπακοχώραφο. β. αποτελείται από βαμβάκι: βαμβακόδεμα, ~στιβάδα. γ. προέρχεται από το βαμβάκι: βαμβακέλαιο. 2. σε σύνθετα επίθετα: ~μάλλινος, ~μέταξος, για ύφασμα βαμβακερό και μάλλινο κτλ. || βαμπακομάλλινος, μπαμπακομάλλινος.

[βαμπ-, μπαμπ-: θ. του ουσ. βαμπάκ(ι), μπαμπάκ(ι) -ο- ως α' συνθ.: βαμπακό-σπορος· βαμβ-: λόγ. βαμβακ(ο)- < θ. του ουσ. βαμβάκ(ι) -ο- ως α' συνθ.: βαμβακ-έλαιο]

βαμβακομάλλινος -η -ο [vamvakomálinos] Ε5 : (για ύφασμα, ρούχο κτλ.) που είναι κατασκευασμένος από βαμβάκι και μαλλί· μαλλοβάμβακος.

[λόγ. βαμβακο- + μάλλινος]

βαμβακομηχανή η [vamvakomixaní] Ο29 : μηχανή που διαχωρίζει το βαμβάκι από το σπόρο.

[λόγ. βαμβακο- + μηχανή]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...114   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες