Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.233 εγγραφές [8201 - 8210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αψιθυμία η [apsiθimía] Ο25 : η ιδιότητα του αψίθυμου, παροδική συναισθηματική ένταση.
[λόγ. αψίθυμ(ος) -ία]
- αψιθυμικός -ή -ό [apsiθimikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αψιθυμία: Aψιθυμική παρόρμηση / κατάσταση.
[λόγ. αψιθυμ(ία) -ικός]
- αψίθυμος -η -ο [apsíθimos] Ε5 : (για πρόσ.) που θυμώνει εύκολα· οξύθυμος.
[αψύ(ς) + θυμ(ός) -ος κατά το αψίκορος]
- αψίκορος -η -ο [apsíkoros] Ε5 : (λαϊκότρ.) ευέξαπτος, οξύθυμος.
[αρχ. ἁψίκορος `που σιχαίνεται γρήγορα΄]
- αψιλία η [apsilía] Ο25 : (οικ.) αφραγκία.
[άψιλ(ος) -ία]
- άψιλος -η -ο [ápsilos] Ε5 : (οικ.) άφραγκος.
[α- 1 ψιλ(ά) -ος]
- αψιμαχία η [apsimaxía] Ο25 : 1.ασήμαντη σύγκρουση ανάμεσα σε τμήματα αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων· μικροσυμπλοκή: Aψιμαχίες εμπροσθοφυλακών. Επί αρκετές ημέρες οι αντίπαλοι στρατοί περιορίστηκαν σε αψιμαχίες. 2. (μτφ.) για αναμέτρηση, φιλονικία ή εριστική συζήτηση: Aψιμαχίες στο δικαστήριο / στη βουλή.
[λόγ. < ελνστ. ἁψιμαχία, αρχ. σημ.: `λογομαχία΄]
- αψιμαχώ [apsimaxó] Ρ10.9α : 1.(για τμήματα αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων) συγκρούομαι, έρχομαι σε συμπλοκή. 2. (μτφ.) για αναμέτρηση, φιλονικία ή εριστική συζήτηση: Aψιμαχούσαν μέσα στο δικαστήριο.
[λόγ. < αρχ. ἁψιμαχῶ]
- αψινθιά η [apsinθxá] Ο24 : ποώδες φυτό από το οποίο παράγεται το αψέντι.
[λόγ. επίδρ. στη λ. αψιθιά]
- άψογος -η -ο [ápsoγos] Ε5 : 1.που δεν έχει κανένα ελάττωμα, ατέλεια ή μειονέκτημα· τέλειος: Άψογο σώμα / πρόσωπο. || που έχει γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς λάθη και παραλείψεις: Άψογο γραπτό. Tο φόρεμα έχει άψογη εφαρμογή. 2. για κπ. του οποίου η συμπεριφορά ανταποκρίνεται απόλυτα σε ένα πρότυπο· άμεμπτος, ανεπίληπτος: Άψογοι τρόποι. Άψογη συμπεριφορά / ζωή / στάση / εμφάνιση.
άψογα ΕΠIΡΡ: Γράφει και μιλάει ~ δύο ξένες γλώσσες. Zει / ντύνεται / φέρεται ~. [λόγ. < ελνστ. ἄψογος]



