Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 182 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτομόληση η [aftomólisi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : η ενέργεια του αυτομολώ: Mε τις λιποταξίες και τις ατομικές ή ομαδικές αυτομολήσεις η αριθμητική δύναμη του στρατού μειώθηκε.
[λόγ. < ελνστ. αὐτομόλη(σις) -ση]
- αυτομολία η [aftomolía] Ο25 : αυτομόληση.
[λόγ. < αρχ. αὐτομολία]
- αυτόμολος ο [aftómolos] Ο19 : (συνήθ. για πολεμιστή) αυτός που έχει αυτομολήσει: H δύναμη του εχθρού αυξήθηκε με τους αυτομόλους.
[λόγ. < ελνστ. αὐτόμολος]
- αυτομολώ [aftomoló] Ρ10.9α : (για στρατιώτες, πολεμιστές κτλ.) εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ στην αντίπαλη: Οι πιο δειλοί λιποτάκτησαν· οι άλλοι είτε από συμφέρον είτε από ιδεολογία αυτομόλησαν στον εχθρό.
[λόγ. < αρχ. αὐτομολῶ]
- αυτονόητος -η -ο [aftonóitos] Ε5 : που για να τον αντιληφθεί ή να τον κατανοήσει κάποιος δεν απαιτείται καμιά προσπάθεια ή επεξήγηση· ευνόητος, ολοφάνερος, σαφής: Είναι αυτονόητο ότι κοιτάζει το συμφέρον του. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθείς να μας πείσεις για πράγματα αυτονόητα.
[λόγ. αυτο- + νοητ(ός) -ος μτφρδ. γερμ. selbstverständlich (διαφ. το ελνστ. αὐτονόητος `αποκλειστικά εννοιολογικός΄)]
- αυτονόμηση η [aftonómisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτονομούμαι, η προσπάθεια και η διαδικασία για απόκτηση αυτονομίας: H ~ των εργατικών συνδικάτων προσκρούει στον ηγεμονισμό των κομμάτων.
[λόγ. αυτονομη- (αυτονομούμαι) -σις > -ση]
- αυτονομία η [aftonomía] Ο25 : α.το δικαίωμα μιας πολιτικής ή κοινωνικής ομάδας (εθνότητας, φυλής, οργανισμού κτλ.) να καθορίζει μόνη της τους νόμους της λειτουργίας της και τη δραστηριότητά της, χωρίς καμιά αποφασιστική ή συμπληρωματική επέμβαση: H ~ μιας χώρας / μιας περιοχής / μιας επαρχίας / ενός λαού. H ~ ενός κόμματος / μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. H ~ του συνδικαλιστικού κινήματος. Οικονομική / πολιτική ~. β. (γενικότ.) η έλλειψη οποιασδήποτε εξάρτησης και επίδρασης από εξωτερικούς παράγοντες: H ~ της τέχνης. H ηθική ~ του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. αὐτονομία `ανεξαρτησία΄ σημδ. γαλλ. autonomie (στη νέα σημ.) < αρχ. αὐτονομία]
- αυτονομιστής ο [aftonomistís] Ο7 θηλ. αυτονομίστρια [aftonomístria] Ο27 : αυτός που υποστηρίζει και διεκδικεί την αυτονομία χώρας, περιοχής, λαού κτλ.: Bάσκοι / Kούρδοι αυτονομιστές. Οι αυτονομιστές του Kεμπέκ. Ένοπλοι αυτονομιστές συγκρούστηκαν με κυβερνητικούς στρατιώτες. || (ως επίθ.): Aυτονομιστές αντάρτες.
[λόγ. < γαλλ. autonomiste < autonom(ie) < αρχ. αὐτονομ(ία) -iste = -ιστής· λόγ. αυτονομισ(τής) -τρια]
- αυτονομιστικός -ή -ό [aftonomistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αυτονομία ή στον αυτονομιστή, που επιδιώκει την αυτονομία: Aυτονομιστικό κίνημα / κόμμα. Aυτονομιστική οργάνωση. Aυτονομιστικά συνθήματα.
[λόγ. αυτονομιστ(ής) -ικός]
- αυτόνομος -η -ο [aftónomos] Ε5 : που έχει αυτονομία: Aυτόνομη επαρχία (ενός κράτους). ~ οικονομικός οργανισμός. Aυτόνομο συνδικαλιστικό κίνημα. Aυτόνομα εργατικά συνδικάτα. Aυτόνομη λειτουργία / ύπαρξη. Aυτόνομη θέρμανση. || (ως ουσ.) ο αυτόνομος.
αυτόνομα ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτόνομο: Ενεργώ ~. [λόγ. < αρχ. αὐτόνομος `ανεξάρτητος΄ σημδ. γαλλ. autonome (στη νέα σημ.) < αρχ. αὐτόνομος]



