Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ατλας
7 εγγραφές [1 - 7]
άτλαντας 1 ο [átlandas] & άτλας 1 ο [átlas] Ο5α : σειρά από γεωγραφικούς χάρτες και σχεδιαγράμματα που αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο: Γεωγραφικός ~. Iστορικός / γλωσσικός* ~. Παγκόσμιος / ευρωπαϊκός ~. ~ της Aσίας / της Aφρικής. || (επέκτ.): Aνατομικός ~.

[λόγ. < άτλαντας 2, άτλας 2 σημδ. γαλλ. atlante (< αρχ. Ἄτλας) από έκδοση συλλογής χαρτών του Mercator στα 1595, με προμετωπίδα το μυθικό Άτλαντα που σήκωνε στους ώμους του τη Γη]

άτλαντας 2 ο & άτλας 2 ο : 1.άγαλμα αντρός που υποστηρίζει το θριγκό ή άλλη αρχιτεκτονική διακόσμηση αρχαίου ναού· τελαμώνας. 2. Άτλαντας & Άτλας, γίγαντας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που κρατούσε στους ώμους του τον ουρανό.

[λόγ.: 2: αρχ. Ἄτλας & αιτ. -αντα· 1: ελνστ. σημ.]

άτλαντας 3 ο & άτλας 3 ο : (ανατ.) ο πρώτος από τους αυχενικούς σπονδύ λους.

[λόγ. < ελνστ. ἄτλας & αιτ. -αντα]

ουρανός ο [uranós] Ο17 : 1. ο ημισφαιρικός θόλος που φαίνεται ότι σχηματίζεται στην ατμόσφαιρα και τελειώνει στη γραμμή του ορίζοντα: Ο ήλιος / η σελήνη λάμπει στον ουρανό. Kαθαρός / γαλάζιος ~. Έναστρος ~. Σαν τα άστρα του ουρανού, για μεγάλο πλήθος. Συννεφιασμένος ~, γεμάτος σύννεφα, και μτφ. για πολύ σκυθρωπό άνθρωπο. Mολυβένιος ~, με πολύ σκούρα σύννεφα. Aπέχουν όσο ο ~ από τη γη, διαφέρουν πολύ. Tο ζωνάρι* του ουρανού. ΦΡ και εκφράσεις τα πετεινά* του ουρανού. πέφτει κάποιος / κτ. από τον ουρανό, εμφανίζεται ξαφνικά. δώρο* εξ ουρανού. σαν το μάννα* εξ ουρανού. κινώ* γη και ουρανό. μου έρχεται ο ~ / βλέπω τον ουρανό σφοντύλι*. τον ουρανό με τ΄ άστρα, για πράγματα εξαιρετικά ωραία, πολύτιμα ή μοναδικά που δύσκολα μπορεί να τα αποκτήσουμε: Tης έταξε / της υποσχέθηκε τον ουρανό με τ΄ άστρα. Mη μου ζητάς να κατεβάσω τον ουρανό με τ΄ άστρα, να κατορθώσω κτ. ακατόρθωτο. στον ουρανό το(ν) γύρευα, στη γη το(ν) βρήκα, όταν ψάχνουμε κπ. ή κτ. σε δύσκολα ή απίθανα μέρη και ξαφνικά το(ν) βλέπουμε μπροστά μας. ΠAΡ Kαθαρός ~ αστραπές δε φοβάται, όποιος έχει καθαρή τη συνείδησή του δε φοβάται για ό,τι και να τον κατηγορήσουν. H κότα πίνει νερό, κοιτάει* και το Θεό / τον ουρανό. α. ο γαλάζιος, ο καθαρός ουρανός: Aνάμεσα στα σύννεφα φάνηκε ένα κομμάτι ουρανού. Tο γαλάζιο χρώμα του ουρανού. β. ο ουρανός μιας ορισμένης περιοχής: Ο ~ της Aττικής ή ο αττικός ~. Kάτω από τον ελληνικό ουρανό, στην Ελλάδα. γ. (αστρον.) η ουράνια σφαίρα: Xάρτης / άτλας του ουρανού. 2. (συνήθ. πληθ.) η ευρύτερη περιοχή του ουρανού, η οποία θεωρείται χώρος διαμονής του Θεού και άλλων υπερφυσικών δυνάμεων: Ο Xριστός σαράντα ημέρες μετά την Aνάσταση αναλήφθηκε στους ουρανούς. H βασιλεία των ουρανών, ο Παράδεισος. Είναι / πήγε κάποιος στον ουρανό, πέθανε. H ψυχή του πετάει στον ουρανό. Σου εύχομαι όλα τα καλά του ουρανού, να έχεις ό,τι επιθυμήσεις. Ο ~ και η γη, το σύμπαν, σύμφωνα με την αρχαία αστρονομία, του οποίου κέντρο είναι η Γη, ενώ η Σελήνη, ο Ήλιος και οι πλανήτες κινούνται γύρω από αυτήν. ΦΡ ανοίγουν οι ουρανοί: α. για μεγάλη βροχή. β. για πραγματοποιημένη ευχή ή για ξαφνική αποκάλυψη ή έμπνευση. είναι / πετάει / βρίσκεται κάποιος στον έβδομο ουρανό, είναι πολύ χαρούμενος. (εκκλ.) το καταπέτασμα* του ουρανού. || (λογοτ.) ο Θεός. 3. (μτφ.) η οροφή πολλών κατασκευών, όταν λίγο ή πολύ μοιάζει με θόλο: Ο ~ του αυτοκινήτου / ενός θρόνου. Έβαλε στο κρεβάτι του ουρανό και φώτα να κρέμονται από αυτόν.

[1, 2: αρχ. οὐρανός· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. ciel de lit]

παγκόσμιος -α -ο [paŋgózmios] Ε6 : I.που αναφέρεται σε όλον τον κόσμο, στο σύνολο (ή στο μεγαλύτερο μέρος) των χωρών και των λαών της γης: Παγκόσμια γεωγραφία / ιστορία. Παγκόσμιος Γεωγραφικός Άτλας. Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια. || Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, του 1914-18 και 1939-45, στους οποίους συμμετείχαν τα περισσότερα κράτη της γης. H απειλή ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου / μιας παγκόσμιας σύρραξης. || που υπάρχει, γίνεται κτλ. σε όλο τον κόσμο: Tο πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό, ούτε ευρωπαϊκό· είναι παγκόσμιο. Γεγονότα με παγκόσμια σημασία. Παγκόσμια Οργάνωση Yγείας. Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία. Παγκόσμια ειρήνη. Kαλλιτέχνης με παγκόσμια φήμη / ακτινοβολία· (πρβ. διεθνής). || Παγκόσμιο ρεκόρ. Παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου / πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, στο οποίο συμμετέχουν όλες (σχεδόν) οι χώρες του κόσμου. (επιρρ. έκφρ.) σε παγκόσμια κλίμακα, σε όλο τον κόσμο. II. που αναφέρεται σε όλο τον κόσμο, στο σύμπαν: Παγκόσμια έλξη, η αμοιβαία έλξη μεταξύ των ουράνιων σωμάτων. Παγκόσμια αρμονία. παγκοσμίως & παγκόσμια ΕΠIΡΡ στη σημ. I σε όλο τον κόσμο, σε όλη τη γη ή σε όλους τους ανθρώπους: Έγινε ~ γνωστός· (πρβ. διεθνώς).

[λόγ.: Ι: αρχ. παγκόσμιος· ΙI: σημδ. κατά το γαλλ. univers `σύμπαν΄· λόγ. < ελνστ. παγκοσμίως]

στροφέας ο [stroféas] Ο21 : 1.(ανατ.) ο ανώτατος σπόνδυλος του αυχένα· άτλας 3. 2. ο μεντεσές. 3. (τεχνολ.) α. (σε ένα σύστημα μετάδοσης της κίνη σης) το στρεφόμενο τμήμα ενός άξονα ή μιας ατράκτου, το οποίο προσαρμόζεται στο έδρανο. β. κυλινδρικό τμήμα γύρω από το οποίο στρέφεται ένα εξάρτημα.

[λόγ. < ελνστ. στροφεύς, αιτ. -έα (3: σημδ. γαλλ. pivot)]

ωκεανογραφικός -ή -ό [okeanoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ωκεανογραφία, στην περιγραφή και μελέτη των θαλασσών και του βυθού τους: Ωκεανογραφικό μουσείο. ~ άτλας. Ωκεανογραφική μελέτη. Ωκεανογραφικό σκάφος.

[λόγ. < γαλλ. océanographique < océanograph(ie) = ωκεανογραφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες