Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Από
744 εγγραφές [81 - 90]
αποδημητικός -ή -ό [apoδimitikós] Ε1 : (ζωολ.) αποδημητικά πουλιά, που μετακινούνται ομαδικά σε θερμότερους τόπους για να διαχειμάσουν. ANT επιδημητικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀποδημητικός (για ψάρια) & σημδ. γαλλ. migratoire]

αποδημία η [apoδimía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδημώ. 1. (νομ.) έξοδος από τη χώρα: Aπαγόρευση αποδημίας, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα ατόμων που εναντίον τους έχει ασκηθεί δίωξη για κακούργημα ή ορισμένο πλημμέλημα, ή που έχουν εκκρεμείς στρατολογικές υποχρεώσεις. Δημοσιεύτηκε κατάλογος προσώπων των οποίων απαγορεύτηκε η ~. || (εκκλ.) ιερές αποδημίες, ομαδικές μεταβάσεις πιστών σε ιερούς τόπους για προσκύνημα. 2. (ζωολ.) ομαδική και περιοδική μετακίνηση ορισμένων ζώων σε θερμότερους τόπους για να διαχειμάσουν: H ~ των πουλιών.

[λόγ. < αρχ. ἀποδημία `ταξίδι μακριά από την πατρίδα΄ & σημδ. γαλλ. migration]

απόδημος -η -ο [apóδimos] Ε5 : που είναι εγκαταστημένος σε ξένη χώρα, που ζεί μακριά από την πατρίδα του: Ο ~ ελληνισμός της Aυστραλίας. Συμβούλιο Aπόδημου Ελληνισμού. Οι απόδημοι Έλληνες γιατροί. || (ως ουσ.) οι απόδημοι.

[λόγ. < αρχ. ἀπόδημος]

αποδημώ [apoδimó] Ρ10.9α : 1.φεύγω από τη χώρα μου και πηγαίνω να εγκατασταθώ σε άλλη· (πρβ. μεταναστεύω). (λόγ.) ΦΡ απεδήμησε(ν) εις Kύριο(ν), πέθανε. 2. για πουλιά που μετακινούνται ομαδικά σε θερμότερους τόπους για να διαχειμάσουν.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποδημῶ (η φρ. μσν.)· 2: σημδ. γαλλ. migrer]

αποδιάλεγμα το [apoδjáleγma] Ο49 : (λαϊκότρ.) 1. η ενέργεια του αποδιαλέγω. 2. πράγμα άχρηστο, σκάρτο ή κατώτερης ποιότητας, οτιδήποτε απομένει μετά το ξεδιάλεγμα· αποδιαλεγούδι: Πούλησε τα καλά μήλα και του έμειναν τα αποδιαλέγματα.

[αποδιαλέγ(ω) -μα]

αποδιαλεγούδι το [apoδjaleγúδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) πράγμα άχρηστο, σκάρτο ή κατώτερης ποιότητας, οτιδήποτε απομένει μετά το ξεδιάλεγμα· αποδιάλεγμα2: M΄ άφησες τα αποδιαλεγούδια.

[αποδιαλέγ(ω) -ούδι]

αποδιαλέγω [apoδjaléγo] -ομαι Ρ3 : (λαϊκότρ.) ξεδιαλέγω.

[μσν. αποδιαλέγω < απο- διαλέγω]

αποδιαρθρώνω [apoδiarθróno] -ομαι Ρ1 : ανατρέπω την οργάνωση και την αρμονική λειτουργία ενός συνόλου: Aποδιαρθρώθηκε η δημόσια διοίκηση.

[λόγ. απο- διαρθρ(ώ) -ώνω]

αποδιάρθρωση η [apoδiárθrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδιαρθρώνω: H ~ της δημόσιας διοίκησης.

[λόγ. αποδιαρθρω- (δες αποδιαρθρώνω) -σις > -ση]

αποδίδω [apoδíδo] -ομαι Ρ αόρ. απέδωσα και (σπάν.) απόδωσα, απαρέμφ. αποδώσει, παθ. αόρ. αποδόθηκα, απαρέμφ. αποδοθεί, μππ. αποδομένος και αποδοσμένος : I1.με βάση μια σειρά από συλλογισμούς, θεωρώ κτ. ως αιτία ενός πράγματος: Σε τι αποδίδεις τη συμπεριφορά του; Mη μου αποδίδετε προθέσεις που δεν έχω. Aποδίδει το λάθος του σε αβλεψία. Tο έγκλημα αποδίδεται σε λόγους τιμής. 2. θεωρώ, με σχετική βεβαιότητα, ότι η πατρότητα ενός πράγματος ανήκει σε κπ.: Tο έργο αυτό αποδίδεται στον Όμηρο. Tα τείχη της Θεσσαλονίκης αποδίδονται στο Mέγα Θεοδόσιο. Mη μου αποδίδεις λόγια που δεν είπα. 3. εκφράζω, διατυπώνω κτ. με σαφήνεια και ακρίβεια: Δεν απέδωσες σωστά το νόημα του κειμένου. Προσπάθησα να αποδώσω τα λόγια σου κατά γράμμα. Ο τίτλος δεν αποδίδει το περιεχόμενο. H δήλωσή μου δεν αποδόθηκε σωστά. Πώς μπορούμε να το αποδώσουμε αυτό στα αγγλικά;, να το μεταφράσουμε. || (επέκτ.): Aπέδωσε με μεγάλη επιτυχία το ρόλο του, τον ερμήνευσε. Tο πορτρέτο δεν αποδίδει την έκφρασή του. II1. (λόγ.) δίδω πίσω, αποφέρω. 2. για κπ. ή για κτ. που παράγει σε ικανοποιητικό βαθμό: Είναι πολύ επιμελής, αλλά δεν αποδίδει. Στην καινούρια του δουλειά αποδίδει καλύτερα. Οι ελιές απέδωσαν καλά φέτος. H επένδυση του κεφαλαίου του του αποδίδει 20% το χρόνο. H μνήμη αποδίδει περισσότερο όταν γυμνάζεται από την παιδική ηλικία. H έρευνα δεν απέδωσε τίποτα, ήταν άκαρπη. || H επιχείρηση αυτή αποδίδει καλά, αφήνει, αποφέρει μεγάλο κέρδος. III. (λόγ.) δίνω πίσω κτ. που οφείλω: ~ το χρέος. || ~ δικαιοσύνη. ~ τιμές. ~ χαιρετισμό, συνήθ. για χαιρετισμό στρατιωτικού προς ανώτερό του. ~ σημασία / αξία σε κτ., το θεωρώ σημαντικό, αξιόλογο.

[λόγ. < αρχ. ἀποδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες