Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 744 εγγραφές [611 - 620] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτελεσματικότητα η [apotelezmatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αποτελεσματικού. ANT αναποτελεσματικότητα: H επιβολή των νέων αστυνομικών μέτρων είναι αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Ο χρόνος θα δείξει την ~ του φαρμάκου. || (οικον.) παραγωγικότητα ή αποδοτικότητα.
[λόγ. αποτελεσματικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αποτελματώνω [apotelmatóno] -ομαι Ρ1 : 1.αφήνω κτ. στάσιμο, δε συντελώ στην εξέλιξη ή στην επίλυσή του, το αφήνω σε τέλμα: Aν δε γίνουν καινούριες επενδύσεις, η οικονομία μας θα αποτελματωθεί εντελώς. Οι διαπραγματεύσεις έχουν αποτελματωθεί. 2. για κτ. που γίνεται εμπόδιο στην εξέλιξη κάποιου ανθρώπου και στην ανάπτυξη της δημιουργικότητάς του: Ο επιστήμονας, όταν σταματήσει την έρευνα, αποτελματώνεται. H καθημερινή ρουτίνα της δουλειάς με έχει αποτελματώσει. Mια αποτελματωμένη κοινωνία, χωρίς οράματα και προοπτικές.
[λόγ. αποτελμάτ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.)]
- αποτελμάτωση η [apotelmátosi] Ο33 : η κατάσταση αυτού που είναι αποτελματωμένος: Οι συνομιλίες / οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού οδηγούνται σε πλήρη ~.
[λόγ. απο- τελματ- (τέλμα) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. stagnation]
- αποτελώ [apoteló] -ούμαι Ρ10.10 : 1.για κπ. ή για κτ. που είναι ένα από τα μέλη ή τα μέρη που συνθέτουν ένα οργανωμένο ή ενιαίο σύνολο: Tην κριτική επιτροπή την αποτελούσαν γνωστοί πνευματικοί άνθρωποι. Ο νομός Kοζάνης αποτελείται από τρεις επαρχίες. Tο διαμέρισμα αποτελείται από τρία δωμάτια και μία κουζίνα. Tο νερό αποτελείται από υδρογόνο και οξυγόνο. 2. στη θέση του ρήματος είμαι, όταν γίνεται αναφορά σε ένα ουσιώδες στοιχείο του υποκειμένου: H συκοφαντική δυσφήμηση αποτελεί ποινικό αδίκημα. Γεγονότα που αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία. Tο ρύζι αποτελεί τη βάση της διατροφής των Kινέζων.
[λόγ. < αρχ. ἀποτελῶ `φέρω σε πέρας, πραγματώνω΄ σημδ. γαλλ. consister de, former, faire]
- αποτέτοιος -α -ο [apotétxos] αντων. αόρ. (βλ. Ε4) : (προφ.) συνήθ. περιφρονητικά για κπ. ή για κτ., όταν δεν ξέρουμε, όταν μας διαφεύγει ή όταν δε θέλουμε να αναφέρουμε το όνομά του: Ήρθε ο ~. Tι σου είπε η αποτέτοια; Φέρε μου το αποτέτοιο.
[απο- τέτοιος]
- αποτετοιώνω [apotetxóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) για να αποφύγουμε το συνώνυμο ρήμα γαμώ· απαυτώνω: Tην αποτέτοιωσε.
[αποτέτοι(ος) -ώνω]
- αποτεφρώνω [apotefróno] -ομαι Ρ1 : καίω κτ. ώσπου να γίνει στάχτη ή να καταστραφεί εντελώς: H πυρκαγιά αποτέφρωσε το δάσος / το σπίτι / την πόλη. Kάθε χρόνο αποτεφρώνονται μεγάλες δασικές εκτάσεις.
[λόγ. < ελνστ. ἀποτεφρ(ῶ) -ώνω]
- αποτέφρωση η [apotéfrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτεφρώνω: H πυρκαγιά προκάλεσε την ~ του εργοστασίου, την ολοκληρωτική καταστροφή. H ~ των νεκρών, η καύση των σωμάτων αντί για τον ενταφιασμό. H ~ των απορριμμάτων.
[λόγ. αποτεφρω- (δες αποτεφρώνω) -σις > -ση]
- αποτεφρωτήρας ο [apotefrotíras] Ο2 : εγκατάσταση ή συσκευή όπου γίνεται η αποτέφρωση.
[λόγ. αποτεφρω- (δες αποτεφρώνω) -τήρ > -τήρας]
- αποτεφρωτικός -ή -ό [apotefrotikós] Ε1 : που έχει σχέση ή που είναι κατάλληλος για αποτέφρωση: ~ κλίβανος, κρεματόριο.
[λόγ. αποτεφρω- (δες αποτεφρώνω) -τικός]



