Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 744 εγγραφές [561 - 570] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστρέφομαι [apostréfome] Ρ αόρ. αποστράφηκα, απαρέμφ. αποστραφεί : απεχθάνομαι, αντιπαθώ κπ. ή κτ., αισθάνομαι αποστροφή για κπ. ή για κτ.: ~ τους υποκριτές / την υποκρισία. Tον ~ αυτόν τον άνθρωπο για τη χυδαιότητά του.
[λόγ. < αρχ. ἀποστρέφομαι `στρέφω το πρόσωπο από κπ.΄ κατά τη σημ. της λ. αποστροφή 1]
- αποστρέφω [apostréfo] Ρ αόρ. απέστρεψα, απαρέμφ. αποστρέψει : κυρίως ~ το πρόσωπο / το βλέμμα από κπ. / από κτ., το στρέφω σε άλλη κατεύθυνση, σε ένδειξη περιφρόνησης, δυσαρέσκειας ή άρνησης.
[λόγ. < αρχ. ἀποστρέφω `στρέφω προς τα πίσω΄, κατά τη σημ. του αποστρέφομαι (δες ετυμ. της λ.)]
- αποστρογγυλεύω [apostrongilévo] -ομαι Ρ5.2 : κάνω κτ. στρογγυλό.
[απο- στρογγυλεύω]
- αποστροφή 1 η [apostrofí] Ο29 : το αίσθημα ή το συναίσθημα αηδίας ή απέχθειας που μας προκαλεί κτ.: Όταν είμαι άρρωστος νιώθω ~ για το φαγητό. Είναι τόσο άσχημος / τόσο χαμερπής που σου προκαλεί ~. Aισθάνομαι ~ γι΄ αυτή την πόλη.
[λόγ. < αρχ. ἀποστροφή `στρίψιμο προς την άλλη μεριά, αποφυγή΄ σημδ. γαλλ. aversion]
- αποστροφή 2 η : ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ομιλητής διακόπτει το λόγο του και απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο, παρόν ή απόν, ζωντανό ή νεκρό, π.χ. «Kι εσείς ιερές σκιές των προγόνων
»: Ο εισαγγελέας σε μια ~ του προς το ακροατήριο είπε
[λόγ. < ελνστ. ἀποστροφή]
- απόστροφος η [apóstrofos] Ο36 & απόστροφος ο [apóstrofos] Ο20 : σημάδι του γραπτού λόγου (΄) που σημειώνεται στην έκθλιψη, στην αφαίρεση και στην αποκοπή, στη θέση του φωνήεντος που χάθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόστροφος ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἀπόστροφος `στραμμένος προς την άλλη μεριά΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]
- αποσυμπιέζω [aposimbiézo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω αποσυμπίεση.
[λόγ. απο- συμπιέζω μτφρδ. γαλλ. décomprimer]
- αποσυμπίεση η [aposimbíesi] Ο33 : σταδιακή μείωση της υπέρμετρα αυξημένης ατμοσφαιρικής πίεσης: Θάλαμος αποσυμπίεσης, όπου γίνεται αποσυμπίεση.
[λόγ. αποσυμπιε- (αποσυμπιέζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. décompression]
- αποσυμπλέκτης ο [aposimbléktis] Ο10 : ντεμπραγιάζ.
[λόγ. απο- συμπλέκτης μτφρδ. γαλλ. débrayage]
- αποσυμφόρηση η [aposimfórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσυμφορώ, απαλλαγή από τη συμφόρηση: H τροχαία θα λάβει μέτρα για την ~ του κέντρου της πόλης από τη μεγάλη κυκλοφορία. H ίδρυση περιφερειακών νοσοκομείων θα συμβάλει στην ~ των κεντρικών νοσηλευτικών μονάδων. Πρέπει να βγάλω τα ογκώδη έπιπλα, για να γίνει μια ~ στο δωμάτιο. || ~ των βρόγχων / της μύτης, απελευθέρωση από τις εκκρίσεις.
[λόγ. απο- συμφόρη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. decongestion]



