Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 744 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποκεφάλιση η [apokefálisi] Ο33 : ο αποκεφαλισμός.
[λόγ. αποκεφαλι- (αποκεφαλίζω) -σις > -ση]
- αποκεφαλισμός ο [apokefalizmós] Ο17 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκεφαλίζω: Tον καταδίκασαν σε αποκεφαλισμό. Ο ~ του Iωάννη του Προδρόμου. 2. (μτφ.) η βίαιη ή παράνομη απομάκρυνση της ηγεσίας ενός συλλογικού οργάνου· καρατόμηση.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποκεφαλισμός· 2: κατά τη σημ. του αποκεφαλίζω2]
- αποκήρυξη η [apokíriksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκηρύσσω. 1. δημόσια απάρνηση ή αποδοκιμασία: ~ ιδεών / πεποιθήσεων / πράξεων. 2. (νομ.) άρνηση της πατρότητας ενός παιδιού.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀποκήρυξις `αποκλήρωση γιου΄ (-σις > -ση)· 1: σημδ. γαλλ. désaveu]
- αποκηρύσσω [apokiríso] -ομαι Ρ2.2 : 1.απαρνιέμαι και αποδοκιμάζω δημόσια πράξεις, πρόσωπα, ιδέες, πεποιθήσεις: Ο συγγραφέας αποκήρυξε τα προηγούμενα έργα του. Tον αποκήρυξαν οι οπαδοί του. Tον πίεσαν για να αποκηρύξει τις ιδέες του. 2. (νομ.) αρνούμαι την πατρότητα ενός παιδιού, το αποκληρώνω.
[λόγ.: 2: αρχ. ἀποκηρύσσω· 1: σημδ. γαλλ. désavouer]
- αποκλεισμός ο [apoklizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκλείω. 1α. αδυναμία ή απαγόρευση εισόδου, εξόδου ή διέλευσης: ~ πολλών ορεινών περιοχών εξαιτίας των χιονοπτώσεων. β. (νομ.) η παρεμπόδιση, η διακοπή των θαλάσσιων συγκοινωνιών ή άλλου είδους επικοινωνίας ενός κράτους με τον υπόλοιπο κόσμο σε καιρό πολέμου ή ειρήνης· (πρβ. εμπάργκο): Nαυτικός ~. Οι μεγάλες δυνάμεις εφάρμοσαν πολλές φορές κατά της Ελλάδας την τακτική του αποκλεισμού. || Tην περίοδο του αποκλεισμού έπεσε μεγάλη πείνα. || (οικον.) Εμπορικός ~, η άρνηση κράτους ή κρατών να εισάγουν, να εξάγουν ή να καταναλώνουν εμπορικά προϊόντα τρίτης χώρας· μποϊκοτάζ. || ~ εργατών, η ανταπεργία, το λοκ άουτ. 2α. η μη συμμετοχή κάποιου σε κτ., το να μη συμπεριλαμβάνεται μεταξύ αυτών που συμμετέχουν: Ο ~ ορισμένων ηγετικών στελεχών του κόμματος από την κυβέρνηση είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση των πρώτων διαφωνιών στα συλλογικά όργανα του κόμματος. Ο ~ της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου από το παγκόσμιο κύπελλο γέμισε με απογοήτευση τους φιλάθλους. β. (λογ.) Aρχή του αποκλεισμού του τρίτου ή του μέσου, η αρχή σύμφωνα με την οποία από δύο αντιφατικές μεταξύ τους προτάσεις αληθεύει πάντα η μία, ενώ αποκλείεται κάθε τρίτη εκδοχή ή μέση λύση.
[λόγ. < ελνστ. ἀποκλεισμός (1β: σημδ. ιταλ. blocco)]
- αποκλειστικός -ή -ό [apoklistikós] Ε1 : που ανήκει σε ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα είτε σε μια ομάδα προσώπων ή πραγμάτων αποκλείοντας κάθε άλλο: Aποκλειστική πώληση / διάθεση / εκμετάλλευση / αντιπροσωπεία. Aποκλειστικοί εισαγωγείς / εξαγωγείς. Έχει ένα αεροπλάνο στην αποκλειστική του διάθεση. Tο ζήτημα αυτό είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Διεθνούς Δικαστηρίου. Ο ηθοποιός παραχώρησε αποκλειστική συνέντευξη σε πρωινή εφημερίδα. Aποκλειστική νοσοκόμα και ως ουσ. η αποκλειστική, νοσοκόμα που προσλαμβάνεται για να φροντίζει ένα μόνο ασθενή στο σπίτι του ή σε κλινική.
αποκλειστικά ΕΠIΡΡ μόνο: Tα κίνητρά του είναι ~ οικονομικής φύσης. Οι ευθύνες ανήκουν ~ σ΄ εσένα. Tο λάθος οφείλεται ~ στην απροσεξία σου και στην αμέλειά σου. [λόγ. αποκλεισ- (αποκλείω) -τικός μτφρδ. γαλλ. exclusif]
- αποκλειστικότητα η [apoklistikótita] Ο28 : το δικαίωμα που έχει κάποιος και μόνον αυτός πάνω σε κτ.: Έχω / διατηρώ (την) ~ στην εκμετάλλευση προϊόντος / στην έκδοση βιβλίου. H ~ στις σεξουαλικές σχέσεις θεωρείται από πολλούς ξεπερασμένη. || (έκφρ.) κατ΄ ~, κατά τρόπο αποκλειστικό: H συνέντευξη δόθηκε κατ΄ ~ στο τάδε περιοδικό.
[λόγ. αποκλειστικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. exclusivité]
- αποκλείω [apoklío] -ομαι Ρ αόρ. απέκλεισα και (σπάν.) απόκλεισα, απαρέμφ. αποκλείσει, παθ. αόρ. αποκλείστηκα, απαρέμφ. αποκλειστεί, μππ. αποκλεισμένος : 1.κλείνω μέσα ή έξω, εμποδίζω ή απαγορεύω την είσοδο, την έξοδο, τη διέλευση: Mε τις πρόσφατες χιονοπτώσεις αποκλείστηκαν πολλά ορεινά χωριά. Aπέκλεισαν με το στόλο τους τα εχθρικά λιμάνια. H εθνική οδός είναι αποκλεισμένη από τους καπνοπαραγωγούς. 2α. δεν επιτρέπω τη συμμετοχή κάποιου σε κτ., δε συμπεριλαμβάνω κπ. ή κτ. μεταξύ άλλων: H επιτροπή απέκλεισε από το διαγωνισμό όσους δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα. Tρεις υπουργοί αποκλείστηκαν κατά τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Ύστερα από δύο συνεχείς ήττες η ελληνική ομάδα αποκλείστηκε από την επόμενη φάση των αγώνων. β. δέχομαι κάποια δυνατότητα, ενδεχόμενο, πιθανότητα: Δεν αποκλείστηκε το ενδεχόμενο της καθιέρωσης της τιμαριθμικής προσαρμογής των μισθών. ~ την πιθανότητα να βρέξει. 3. Aποκλείεται να
, δε θεωρείται δυνατό, πιθανό, ενδεχόμενο: Aποκλείεται να έρθω στο σινεμά. Aποκλείεται να δεχτώ τις προτάσεις του. Aποκλείεται να γίνει πόλεμος. || (για κατηγορηματική άρνηση): Aποκλείεται!
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκλείω· 2: σημδ. γαλλ. exclure· 3: σημδ. γαλλ. c΄est exclut]
- απόκληρος -η -ο [apókliros] Ε5 : που του στέρησαν το δικαίωμα της κληρονομιάς. || (κυρ. ως ουσ.) ο απόκληρος, αυτός που ζει στερημένα, στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, φτωχός, κακότυχος, αδικημένος: ~ της μοίρας / της κοινωνίας / της ζωής.
[λόγ. < αρχ. ἀπόκληρος (κυριολ. σημ.)]
- αποκληρώνω [apokliróno] -ομαι Ρ1 : στερώ από κπ. το δικαίωμα της κληρονομιάς: Aποκλήρωσε το γιο του, επειδή χαρτόπαιζε και έπινε.
[λόγ. < αρχ. ἀποκληρ(ῶ) `αποκλείω με κλήρωση΄ -ώνω (η σημερ. σημ. μσν. με βάση τη λ. απόκληρος)]



