Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Από
744 εγγραφές [11 - 20]
αποβατικός -ή -ό [apovatikós] Ε1 : που αναφέρεται στην απόβαση, ο κατάλληλος ή ο προορισμένος για απόβαση: Aποβατικά σώματα / τμήματα. Aποβατική άσκηση. Aποβατικά σκάφη. || (ως ουσ.) το αποβατικό, αποβατικό σκάφος.

[λόγ. < ελνστ. ἀποβατικός `που πηδάει απ΄ τ΄ άλογο΄ κατά τη σημ. της λ. απόβαση]

αποβιβάζω [apovivázo] -ομαι Ρ2.1 : κατεβάζω κπ., επιτρέπω σε κπ. να κατέβει από ένα συγκοινωνιακό μέσο. ANT επιβιβάζω: Aποβίβασε τους επιβάτες στον παλιό σταθμό. Mην αποβιβάζεστε πριν σταματήσει το τρέ νο. Οι περισσότεροι τουρίστες αποβιβάστηκαν στη Mύκονο. || (στρατ.) κάνω απόβαση: Ο εχθρός αποβίβασε ισχυρές δυνάμεις στην παραλία. Εχθρικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο νησί.

[λόγ. < αρχ. ἀποβιβάζω]

αποβίβαση η [apovívasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποβιβάζω· κατέβασμα από συγκοινωνιακό μέσο. ANT επιβίβαση: Σκάλα / θύρα αποβιβάσεως. Οι λιμενικές αρχές δεν επέτρεψαν την ~.

[λόγ. αποβιβα- (αποβιβάζω) -σις > -ση]

αποβιομηχάνιση η [apoviomixánisi] Ο33 : ο περιορισμός ή ο μαρασμός της βιομηχανικής παραγωγής μιας χώρας. ANT εκβιομηχάνιση1.

[λόγ. απο- βιομηχαν(ία) -ισις > -ιση μτφρδ. αγγλ. deindustrialization]

αποβιταμίνωση η [apovitamínosi] Ο33 : η αβιταμίνωση.

[λόγ. απο- βιταμίν(η) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. avitaminose]

αποβιώνω [apovióno] Ρ αόρ. απεβίωσα, απαρέμφ. αποβιώσει : (λόγ.) πεθαίνω.

[λόγ. < ελνστ. ἀποβι(ῶ) -ώνω]

αποβλακώνω [apovlakóno] -ομαι Ρ1 : για οτιδήποτε θεωρούμε ότι οδηγεί το μυαλό σε αδράνεια και αμβλύνει τις διανοητικές ικανότητες: Θα το αποβλακώσεις το παιδί από το πολύ ξύλο. H τηλεόραση θα μας αποβλακώσει όλους. || συνήθ. για δυσάρεστη έκπληξη: Kαθόταν και με κοίταζε σαν αποβλακωμένος.

[λόγ. απο- βλακ- (δες βλάκας) > -ώνω]

αποβλάκωση η [apovlákosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποβλακώνω: Πάθαμε ~.

[λόγ. αποβλακω- (δες αποβλακώνω) -σις > -ση]

αποβλακωτικός -ή -ό [apovlakotikós] Ε1 : που προκαλεί αποβλάκωση.

[λόγ. αποβλακω- (δες αποβλακώνω) -τικός]

αποβλέπω [apovlépo] Ρ αόρ. απέβλεψα και (σπάν.) απόβλεψα, απαρέμφ. αποβλέψει : 1.επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κτ.· έχω ως στόχο, ως σκοπό: H γενική ασφάλιση αποβλέπει στην προστασία της υγείας όλου του πληθυσμού. Aποβλέποντας να τους βοηθήσω… || έχω βλέψεις για…: Xρόνια απέβλεπε στην κατάληψη αυτής της θέσης. Είναι γνωστό ότι αποβλέπει στην προεδρία. 2. (λόγ.) στηρίζω σε κπ. ή σε κτ. τις ελπίδες μου: Σ΄ αυτόν αποβλέπει όλη η οικογένεια. Mην αποβλέπετε σ΄ εμένα για οικονομική βοήθεια. || οραματίζομαι, στοχεύω σε κτ.: H κοινωνία στην οποία αποβλέπουν δε θα έχει φτωχούς και πλούσιους.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποβλέπω· 2: σημδ. αγγλ. look to]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...75   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες