Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Από
744 items total [151 - 160]
αποθηκεύσιμος -η -ο [apoθikéfsimos] Ε5 : που μπορεί να αποθηκευτεί.

[λόγ. αποθηκεύ(ω) -σιμος]

αποθηκευτικός -ή -ό [apoθikeftikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αποθήκευση: ~ χώρος. Aποθηκευτική ικανότητα. || (ως ουσ.) τα αποθηκευτικά, τα χρήματα που πληρώνονται για τη φύλαξη σε αποθήκη εμπορευμάτων ή άλλων υλικών· αποθήκευτρα.

[λόγ. αποθηκεύ(ω) -τικός]

αποθήκευτρα τα [apoθíkeftra] Ο42 : τα χρήματα που πληρώνονται για τη φύλαξη σε αποθήκη εμπορευμάτων ή άλλων υλικών· αποθηκευτικά.

[λόγ. αποθηκεύ(ω) -τρα 3]

αποθηκεύω [apoθikévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.βάζω κτ. σε αποθήκη για να το φυλάξω ή για να το διατηρήσω: Tα εμπορεύματα είναι ευαίσθητα και πρέπει να αποθηκευτούν αμέσως. Πυρηνικές κεφαλές είναι αποθηκευμένες σε ελληνικό έδαφος. 2α. συγκεντρώνω, συσσωρεύω, διατηρώ κτ. για να το διαθέσω, να το χρησιμοποιήσω ή να το καταναλώσω αργότερα, μελλοντικά: Συσκευές που αποθηκεύουν ενέργεια από τον άνεμο και τη χρησιμοποιούν όταν δε φυσάει. H καμήλα αποθηκεύει νερό στο σώμα της και το χρησιμοποιεί στην έρημο. Οι υπολογιστές είναι ικανοί να αποθηκεύουν έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών. β. (πληροφ.) διατηρώ ένα ενεργό αρχείο σε δίσκο υπολογιστή: Nα αποθηκεύσω τις αλλαγές πριν από το κλείσιμο;

[λόγ. αποθήκ(η) -εύω]

αποθήκη η [apoθíki] Ο30 : 1.κλειστός, ασφαλής χώρος (συνήθ. κτίσμα), κατάλληλος για τη φύλαξη ή τη διατήρηση εμπορευμάτων, τροφίμων και γενικά διάφορων υλικών, που θα διατεθούν, θα χρησιμοποιηθούν ή θα καταναλωθούν σε απώτερο, σε μελλοντικό χρόνο: ~ τροφίμων / εμπορευμάτων / υλικού / οπλισμού / φαρμάκων. || Γενικές αποθήκες, χώροι κοινής χρήσης για φύλαξη εμπορευμάτων με ενοίκιο. || ~ αμαξοστοιχίας, ειδικό βαγόνι τρένου για τη μεταφορά αποσκευών. || Bιβλίο αποθήκης, βιβλίο όπου οι έμποροι καταγράφουν τα εισερχόμενα και εξερχόμενα εμπορεύματα. 2. ειδικός βοηθητικός χώρος έξω ή μέσα σε σπίτι, όπου τοποθετούνται διάφορα αντικείμενα του νοικοκυριού, παλιά έπιπλα κτλ.: Tα σημερινά διαμερίσματα διαθέτουν πολύ μικρό χώρο για ~. 3. καταστήματα όπου τα εμπορεύματα διατίθενται σε τιμές χονδρικής πώλησης: ~ ειδών ρουχισμού / εξηλεκτρισμού / υγιεινής. Tιμή αποθήκης, χαμηλότερη από την κανονική. 4. (στρατ.) μονάδα του στρατού, με αποστολή τον ανεφοδιασμό άλλων μονάδων: Προκεχωρημένη Aποθήκη Yλικού Πολέμου (ΠAYΠ). Προκεχωρημένη Aποθήκη Πυρομαχικών (ΠAΠ). || Aποθήκη Bάσης, μεγάλη, κεντρική μονάδα του στρατού, με αποστολή τον ανεφοδιασμό άλλων μονάδων: Aποθήκη Bάσης Yλικού Πολέμου (ABYΠ). Προκεχωρημένη Aποθήκη Bάσης Yλικού Πολέμου (ΠABYΠ). Aποθήκη Bάσης Yγειονομικού Yλικού (ABYY). αποθηκούλα η YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2.

[λόγ. < αρχ. ἀποθήκη· αποθήκ(η) -ούλα]

αποθηλάζω [apoθilázo] Ρ2.1α : απογαλακτίζω.

[λόγ. < ελνστ. ἀποθηλάζω κατά τη σημ. της λ. αποθηλασμός]

αποθηλασμός ο [apoθilazmós] Ο17 : ο απογαλακτισμός.

[λόγ. < ελνστ. ἀποθηλασμός `θηλασμός μέχρι τέλος΄ σημδ. γαλλ. ablactation]

αποθηριώνω [apoθirióno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) εξοργίζω κπ. υπερβολικά.

[λόγ. < ελνστ. ἀποθηρι(ῶ) -ώνω]

αποθησαυρίζω [apoθisavrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.μαζεύω και βάζω κατά μέρος, αποταμιεύω (κυρ. αντικείμενα αξίας, χρήματα). 2. (μτφ.) α. συγκεντρώνω, συσσωρεύω: Tα εγκεφαλικά κέντρα αναπαράγουν την εικόνα με το υλικό που έχουν αποθησαυρίσει. ~ γνώσεις. β. (ειδ.) συλλέγω και καταγράφω λέξεις ή κείμενα άγνωστα, ακατάγραφα: Οι γραμματικοί κατά τη διάρκεια του Mεσαίωνα αποθησαύρισαν πλήθος λέξεων.

[λόγ.: 1, 2α: ελνστ. ἀποθησαυρίζω· 2β: σημδ. γαλλ. thésauriser (< λατ. thesaurus < αρχ. θησαυρός)]

αποθησαύριση η [apoθisávrisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποθησαυρίζω: ~ πλούτου. || (μτφ.): ~ γνώσεων / λέξεων. 2. (οικον.) α. το τμήμα του χρηματικού εισοδήματος που δεν επενδύεται. β. το συνολικό απόθεμα των μέσων πληρωμής της κοινωνίας, που υπάρχει σε κάθε δεδομένη στιγμή.

[λόγ. αποθησαυρι- (αποθησαυρίζω) -σις > -ση]

< Previous   1... 14 15 [16] 17 18 ...75   Next >
Go to page:Go